Γράφει η Τ. Γ.
Έλα και ράγισε τον κόσμο μου. Κάπως έτσι ένιωσα πως μου φώναξες χωρίς να ακουστείς εκείνο το βράδυ που σε γνώρισα. Ένα τηλέφωνο στάθηκε ικανό να αλλάξει τους κόσμους μας. «Θέλω να ξέρεις πως χάρηκα πολύ», μου είπες και ακόμη θυμάμαι τη φωνή σου να τρέμει. Κι εγώ χαμογέλασα. Είχα καιρό να χαμογελάσω έτσι.
Μυστήριο και επιθυμία μου να σε εξερευνήσω σε όλα τα επόμενα τηλεφωνήματά μας. Το μόνο που κρατούσα από κάθε επικοινωνία μας ήταν η ανάγκη σου να πεις άλλα τόσα. Σαν να είχες ανοίξει όλα τα κουτάκια του μυαλού σου που τόσα χρόνια κρατούσες κλειστά. Σαν να με περίμενες για να μοιραστείς μαζί μου κάθε σου σκέψη. Πόση ανάγκη είχες να μιλήσεις.
Νομίζω πως θα χαμογελάς υπέροχα. Και ξέρω πως τα μάτια σου έχουν εκείνη τη θλίψη που φωνάζει «έλα, πάρε με». Πόσο υπέροχα γοητευτικό είναι όλο αυτό. Σου έχω ήδη απλώσει το χέρι μου. Το σφίγγεις σαν να φοβάσαι πως θα με χάσεις. Δε θα φύγω. Το υπόσχομαι. Δε θα σου κλέψω κανένα χαμόγελο.
Ο καθένας μας κουβαλά διαφορετικές πληγές αλλά είναι τόσο ίδιες. Απορείς με τη δύναμη, την τρέλα και την αισιοδοξία μου. Απορώ με την παιδική καρδιά σου. Ξέρω πως τίποτα απ’ αυτό που βλέπουν οι άλλοι σε σένα δεν είναι αληθινό. Ξέρω πως εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Κι εγώ δε θα είμαι κανενός πιστό επαναλαμβανόμενο αντίγραφο όπως ήμουν μέχρι τώρα.
Ξέρω πως ήδη είμαι μοναδική στο μυαλό σου. Πώς μπορεί κάποιος να κλειδώνεται στις σκέψεις του όταν είναι γεννημένος να προσφέρει την ευτυχία όπως εσύ; Γιατί αρνείσαι το αναπόφευκτο; Θυμάσαι τι σου είπα; Θα αλλάξω τον κόσμο σου. Και το εννοώ. Στο υπόσχομαι. Και σε εκείνο το «θέλω» σου κρύβονταν όλα τα αφανέρωτά σου. Σε εκείνο το κρυμμένο σου χαμόγελο διακρίνω το «έλα».
Ξέρεις πώς μπορείς να διώξεις τον φόβο; Όταν τον παραδεχτείς. Και συ το έκανες ήδη. Παραδέχτηκες τους φόβους σου σε μένα. Είσαι τόσο πρωτόγνωρα μοναδικός στα μάτια μου. Και όσο εγώ τρελαίνομαι γιατί μου αποκαλύπτεσαι και δεν έχω ξανανιώσει τόσα πρωτόγνωρα συναισθήματα μαζεμένα, εσύ συνεχίζεις να με εκπλήσσεις. Σου είπα δεν είναι εύκολο και εσύ σήκωσες τα μανίκια σου να παλέψεις με τα δύσκολα. Να φτιάξω ένα κόσμο από σένα. Έναν δικό μου κόσμο. Ξανά από την αρχή. Με πιο δυνατά υλικά. Και σου υπόσχομαι πως θα βάλεις εσύ τα θεμέλια όπως μου το ζήτησες.
Πώς μπορείς και παίζεις έτσι με τις λέξεις; Πώς καταφέρνεις να λες μια λέξη και να αφήνεις πίσω της να υπονοούνται τόσα κρυμμένα νοήματα; Πώς καταφέρνεις να μ΄ αφήνεις να μαντεύω και να έρχεσαι κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά μου; Ποια δύναμη σε έφερε που με ζητά να φτιάξω έναν κόσμο από εσένα;
Ήρθες χωρίς να ρωτήσεις τίποτα. Οι ερωτήσεις, μου είπες είναι για τους περίεργους. Και συ μου λες πως η ζωή φέρνει τις απαντήσεις μπροστά μας. Δε μένει παρά να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να παρατηρούμε. Δε με καλωσόρισες, ήξερες πως θα ερχόμουν. Ήξερες πως κάποια στιγμή οι ζωές μας θα κατάφερναν να ενωθούν στην πιο άκαιρη στιγμή τους. Θυμάμαι το πρώτο σου μήνυμα. «Η στιγμή του ονείρου ας γίνει οδός ονείρων» .