Γράφει η Ιωάννα Θ. Μπόνα.
Παρανάλωμα. Δίκαιη κατάληξη. Δίκαια, αλλά σκληρή. Αν πρέπει να κατηγορήσω κάποιον, θα κατηγορήσω τον εαυτό μου. Εν πλήρη γνώση όρμησα μέσα στις φλόγες. Ναι, και πώς; θα μου πεις; Γιατί δεν στο είπα ποτέ; Τζαμάλα, σημαίνει φωτιά. Έκανα το λάθος να σε νομίσω για ακίνδυνο. Ακίνδυνη η φωτιά… Γι’ αυτό μόνο τον εαυτό μου θα κατηγορήσω, όχι εσένα. Εσένα προτιμώ να σε θυμάμαι με το δέρμα στους κροτάφους αναψοκοκκινισμένο και τον ιδρώτα να γλιστράει απ’ τη φαβορίτα σου.
Και προπαντός, όχι πικρία. Κρατάω τις στιγμές μας. Όσες λίγες, έστω. Ένα μόνο φοβάμαι. Μήπως ξεχάσεις εσύ. Για εμένα δεν έχω αμφιβολίες. Οι αναμνήσεις μας –«μας»: η λέξη που δεν έβαλες ποτέ στο λεξιλόγιό σου– είναι δεμένες βαθιά, με άγκυρα στον αμμουδερό βυθό της ύπαρξής μου. Όσο φλερτάρει ο αέρας τα πανιά μου, τόσο η άγκυρα πεισμώνει, γραπώνεται ,σαν να ‘χε νύχια, απ’ τις θύμησες.
Ελπίζω να το θυμάσαι, γιατί εγώ το σκέφτομαι, ακόμα. Σκέφτομαι, δηλαδή, εκείνο το βράδυ που σε είδα στο τραπέζι με τα κρασιά, σχεδόν διαλυμένο. Και θυμάμαι ακόμα τη ματιά σου να με χτενίζει έντονα πριν ξαναγυρίσει στο ποτήρι σου. Αργότερα, στο υπόγειο σαλονάκι κάτω απ’ τη σιδερένια γεφυρούλα, όταν είπαμε τις πρώτες λέξεις, τίποτα στο βλέμμα σου δεν μπορούσε να μου πει ότι θα γινόσουν τελικά –έγινες ή ήσουν ήδη;– τόσο, μα τόσο μαλάκας. Η λάμψη της φωτιάς με τύφλωνε. Κι η υπόσχεση της ένωσης.
Δε μπορώ να πω. Ήσουν κύριος σε όλα σου. Οι κυρίες προηγούνται, ακόμα κι αν πρέπει να προηγηθούν στην πρωτοβουλία, στην πρώτη λέξη, στο πρώτο φιλί, στο πρώτο αντίο -και στο τελευταίο. Κύριος μέχρι το τέλος. Όταν έφευγα για πάντα, μου κράτησες την πόρτα. Άραγε περίμενες να σου χαρίσω ένα τελευταίο βλέμμα; Μάθε το, λοιπόν: τίποτα δε θέλησα όσο αυτό το τελευταίο βλέμμα που δε σου ‘δωσα. Και τίποτα δε χάρηκα όσο τη δύναμή μου να μη στο δώσω.
Για καιρό σε έχασα, κόντεψα να σε ξεχάσω, αλλά η φευγαλέα ανάμνηση του πυρωμένου πράσινου στα μάτια σου, σαν δάσος που καιγόταν, ξαναγύριζε στο μυαλό μου, έλεγα να σου στείλω, αλλά τελευταία στιγμή τραβούσα το δάχτυλο απ’ την «Αποστολή» και σε επέστρεφα στα «Πρόχειρα» γιατί σε άφηνα να αναλάβεις το ρόλο σου. Κάτι που δεν έκανες ποτέ. Είπαμε, οι κυρίες προηγούνται.
Τελευταίο κεφάλαιο. Κάπως σαν επίλογος κι ας μην ξέρουμε πόσες σελίδες έχει το βιβλίο. Μη μου πεις ότι ήταν τυχαίο. Πάντοτε δια πυρός και σιδήρου. Έναν αιώνα μετά νεκρανασταίνουμε την πυρκαγιά στην πόλη. Είσαι εκεί. Κι εγώ κοντά σου. Δεν ανταλλάσσουμε κουβέντα. Μόνο βλέμματα. Το πλήθος σε γλυτώνει από μια προσποίηση ενδιαφέροντος. Το ήξερες, βέβαια, δεν μπορεί να μην το ‘χες δει στο fb, πως το επόμενο πρωί ήταν η πτήση μου.
Σήμερα γνώρισα κάποιον. Θέλω να το ξέρεις. Ξέρω ότι διαβάζεις. Νιώθω το βλέμμα σου πίσω μου, να προσπαθήσει να διακρίνει τους χαρακτήρες στην οθόνη. Μ’ έκανε να νιώσω πιο έντονα από ‘σένα. Θα ακολουθήσω την καρδιά μου κι αυτήν τη φορά κι ας ξέρω ότι στο παρελθόν έχει σφάλει. Ελπίζω ότι αυτή η φορά θα είναι διαφορετική.
Τζαμάλα σημαίνει φωτιά. Τώρα το έμαθες. Την ανάβουν στο καρναβάλι. Σβήνει η φωτιά. Σου γράφω το τελευταίο αντίο.