Γράφει η Ταρσή

 

Ψάξε να βρεις τη χαρτοσακούλα σου. Κρίση πανικού. Και προσπάθησε να τη διαχειριστείς. Ηρέμησε και μέτρα μέχρι το δέκα. Ρύθμισε την αναπνοή σου και σταμάτα να κλαις. Πάρε τηλέφωνο τη φίλη σου, ξέρει εκείνη να σε συνεφέρει. Σταμάτα να σκέφτεσαι. Σταμάτα να δείχνεις δυνατή και να μαζεύεις μέσα σου ένα σωρό μικρά πραγματάκια που καταλήγουν φορτίο ολόκληρο. Γιατί το μέσα σου κάποια στιγμή θα θέλει να βγει, γιατί αν δε βγει θα σε πνίξει. Και μόλις διαπιστώνεις πως έχασες τη μάχη. Ετοιμάζεται να σε πνίξει τραβώντας σου λίγο-λίγο το οξυγόνο και θολώνοντας τα μάτια σου. Έχεις μία ευκαιρία.

Κανένας δεν είναι τόσο δυνατός ώστε να αντέξει παραπάνω από όσα φορτώνεται. Και συ τελευταία ήθελες να γίνεις Άτλας και να πάρεις όλο τον κόσμο σου στην πλάτη. Ήθελες να κλείνεις τα κεφάλαιά σου, να ρυθμίσεις τις λεπτομέρειες και να τακτοποιήσεις τη ζωή σου. Να κλείσεις το στόμα στο όνομα μιας δήθεν κοινωνικής φήμης, στο όνομα μιας δήθεν καλής ζωής. Και τι είναι τελικά αυτό που όλοι νομίζουμε καλή ζωή;

Η οικογενειακή εικόνα που θα προβάλεις προς τα έξω και θα χαμογελάσεις βλέποντας τους άλλους να λένε «μα πόσο καλά είναι», η επαγγελματική σου ζωή που πάει καλά γιατί έχεις θυσιάσει τη δική σου ζωή ή μήπως η υγεία σου που καταρρέει κι εσύ την αφήνεις σε δεύτερη μοίρα καθώς δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς ή δεν το θεωρείς μείζονος σημασίας; Και τι λες; Πως «έλα μωρέ, εγώ έχω συμβιβαστεί και με την ιδέα του τέλους μου. Και τι έγινε; Όλοι εντάξει θα είναι γύρω μου ακόμη και αν φύγω».

Μέχρι που πριν λίγο που δεν μπορούσες να αναπνεύσεις, που το οξυγόνο σου τελείωνε και συ ήσουν καθιστή στο πάτωμα μην μπορώντας να ελέγξεις την ίδια τη φωνή σου, ένιωσες πως δεν είσαι τελικά μόνη. Η γιατρός σου στο τηλέφωνο να σε κρατήσει αισιόδοξη. Και η φίλη σου εκεί να σου φωνάζει «ανάπνευσε, μη μου πάθεις τίποτα σε παρακαλώ».

Ξαπλώνεις στο κρεβάτι και τα βάζεις με τον εαυτό σου. Αρχίζεις και συνέρχεσαι κι ο φόβος που πριν λίγο σε κυρίευε γίνεται θυμός. Πώς το επιτρέπεις; Εσύ, που «τα αντέχεις όλα»; Και μετά οργή. Οργή για όσα έχεις μαζεμένα μέσα σου. Οργή γιατί σήμερα, απόψε είσαι μόνη, επειδή έμαθες να είσαι πάντα μόνη ανάμεσα σε κόσμο. Επειδή τελικά εκείνος ο τεράστιος τοίχος με τα «εγώ μπορώ» σου, δεν ήταν και δεν είναι τίποτα πέρα από τις άμυνές σου. Κι εσύ ξέρεις πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να τις χτίσεις. «Καλύτερα να με θεωρούν ψυχρή παρά να με λυπούνται» έλεγες. Σε λίγο όμως θα φτάσεις να λυπάσαι εσύ τον εαυτό σου, έτσι όπως τον αφήνεις να παλεύει με θεριά χωρίς καν μια μικρή στολή για προστασία.

Και κάτι τέτοιες στιγμές είναι που σε ταρακουνάνε και σε αφυπνίζουν. Κλείνεις το τηλέφωνο από όλους, χαλαρώνεις στο κρεβάτι αφήνοντας στην άκρη τη χαρτοσακούλα του πανικού και υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι είναι η τελευταία σου φορά. Τέρμα οι μαλακίες κοριτσάκι.

Κανένας δεν αξίζει περισσότερο από τη ζωή σου. Σε κανέναν δε χρωστάς ούτε ένα μικρό κομμάτι σου να θυσιάσεις. Δε θα προσφέρεις σε κανέναν πια την ευκαιρία να σε καταλάβει χωρίς μια μικρή προσπάθεια. Αν θέλουν να το κάνουν ορίστε τα παπούτσια σου, είναι εκεί στη γωνία. Ας τα φορέσουν και ας περπατήσουν στα βήματά σου να σε μάθουν. Έχεις την ελάχιστη υποχρέωση -και αυτή διαπραγματεύσιμη- να απολογηθείς αν το θες σε κάποιους. Για όλους τους υπόλοιπους η μόνη υποχρέωση που έχεις είναι να κρατάς μακριά σου ό,τι σε χαλάει, να πετάξεις ό,τι έχει σαπίσει και νομίζεις πως θα γίνει απολίθωμα για να το κρατήσεις έκθεμα της ζωής σου.

Και τώρα πρέπει να σηκωθείς να πλύνεις το πρόσωπο σου και να βάλεις μπουγάδα. Ναι μπουγάδα, τα κεκτημένα σου. Και λίγο να σε νοιάξει αν τα άσπρα σου μπουν μαζί με τα σκούρα. Γιατί τόσα χρόνια που τα τακτοποιούσες σε τάξη εκείνα ξεθώριαζαν έτσι και αλλιώς. Τουλάχιστον τώρα θα χαμογελάς που θα παίζεις με τη μπουγάδα της ζωής σου και θα την κάνεις πολύχρωμη όπως οφείλει να είναι.