Γράφει η Σωτηρία Πετράκη.

 

Υπάρχουν κάποιες στιγμές, κάποιες βραδιές σαν την αποψινή που βρίσκεσαι μόνος σ’ ένα σπίτι και πλήττεις χωρίς να έχεις κανένα κίνητρο, κανένα σκοπό. Δεν έχεις διάθεση να βγεις έξω, να δεις κανέναν. Αγνοείς τα τηλέφωνα, τα μηνύματα, και αποφασίζεις να εκμεταλλευτείς τις πολύτιμες αυτές ώρες που η παρέα σου είναι ο εαυτός σου.

Έτσι, πριν το καταλάβω, μπήκα στη διαδικασία της περισυλλογής· τι έζησα, τι ζω και γιατί το ζω. Τα μάτια του μυαλού έχουν την ικανότητα να περνάνε σε κλάσματα δευτερολέπτου παλιά και καινούρια γεγονότα από μπροστά μας, σαν να τα ζούμε τώρα, σαν να μη πέρασε μέρα από πάνω τους.

Με βλέπω αρχικά παιδάκι να τρέχω με τα λευκά μου σανδαλάκια, κουδουνίζοντας τα κοκαλάκια στα μαλλιά μου, ώσπου πέφτω και χτυπώ. Καθώς μου καθάριζαν την πληγή, μου έλεγαν «δεν πειράζει, μέχρι να μεγαλώσεις θα γειάνει».

Ύστερα βλέπω να πηγαίνω στο σχολείο, σαν ξένη. Κανείς δε με γνώριζε σ’ αυτό το χώρο, κανείς δεν ήθελε να με μάθει· το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να αποστηθίσω κάτι άχρηστες σελίδες που θα μου «άνοιγαν» το μυαλό. Κάθε φορά που παραπονιόμουν δε, η απάντηση ήταν η ίδια: «δεν πειράζει, θα συνηθίσεις».

Θυμήθηκα τις γάτες μου, που τόσο αγαπούσα κι όλο κάτι πάθαιναν. Άλλη την πάταγε αυτοκίνητο, άλλη τη δώσανε, άλλη αρρώστησε – όμως δεν πειράζει.

Μετά μου ήρθαν στο μυαλό κάτι φωνές και κάτι ξυλιές που είχαν όλες το δάχτυλο στραμμένο προς εμένα, σαν ποινή για την ανυπακοή μου, για το έγκλημα του νεαρού της ηλικίας μου. «Δεν πειράζει όμως, γιατί τα ξεχνάς εύκολα κι αυτά», αφού μου είπαν πως τη ζωή σου τη φτιάχνεις μόνος σου. Ύστερα ξέθαψα κάτι εικόνες της εφηβείας μου. Με βόλευε να περνάω απαρατήρητη, δεν ήθελα να ανήκω σε ομάδες για ν’ αποφεύγω την κριτική, όμως τη ρετσινιά του μαύρου προβάτου δεν τη γλίτωσα ποτέ. «Να γίνεις κι εσύ σαν τους άλλους για να σε πλησιάζει άνθρωπος» μου είπαν, κι εγώ πάλι ένα «δεν πειράζει» άκουσα.

Φίλους που λάτρεψα, ανθρώπους που μεγάλωσα και ονόμασα αδέρφια, αναμνήσεις, εμπειρίες, υποσχέσεις που αθετήθηκαν, όλα στιγμές σταμπαρισμένες με θολές και κηλιδωμένες καταλήξεις. Δεύτερη επιλογή για όσους για μένα ήταν πάντα πρώτη· «δεν πειράζει» σκέφτηκα, «έτσι είναι η ζωή, στο τέλος παίρνεις ό,τι αξίζεις». Στη συνέχεια, μια σειρά λάθος επιλογών σε ζητήματα που εκτέθηκα παρά τη θέλησή μου, ζητήματα ζωής, αλλαγών που επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον τόσο το δικό μου όσο και των γύρω μου. «Δεν πειράζει» πάλι σκέφτηκα, «όλα γίνονται για κάποιο λόγο». Άτομα που είχα βάλει στο πιο ψηλό βάθρο της ψυχής μου, κάνανε τα πάντα για να κατέβουν κουτρουβαλώντας, ρημάζοντας εμένα σε κάθε σκαλί, σε κάθε πτώση.

Έρωτες μεταμφιεσμένοι σε σανίδες σωτηρίας, λόγια και πράξεις που πίστεψα πως θα με κάνανε να ξεδιπλωθώ και να αποτινάξω κάθε ίχνος δυσπιστίας που έτρεφα, είχαν όλα ένα κοινό παρονομαστή: την πτώση. Μια πτώση που δε μετρώ πια ηλικιακά, μια επαναλαμβανόμενη κατάσταση από τα γεννοφάσκια μου μέχρι και σήμερα που μεγάλωσα και δε φιλτράρω τίποτα πια με τα παιδικά μου μάτια. «Δεν πειράζει» σκέφτομαι, «ο κόσμος είναι κατά βάση καλός. Έχω καιρό να γνωρίσω τα σωστά άτομα». Στη συνέχεια γνώρισα ανθρώπους που ήρθαν κι έφυγαν, σαν να μην ήταν ποτέ. Με μικρό ή μεγάλο αντίκτυπο, ο καθένας έπαιρνε από κάτι δικό μου. Μετάνιωσα που τους πόνεσα, που τους άφησα να με πονέσουν, που τα κομμάτια αυτά που πήραν δε θα τα ξαναδώ ποτέ. Πιο πολύ μισώ αυτούς που εξαφανίστηκαν χωρίς προφανείς αιτίες και αυτούς που πριν φύγουν φρόντισαν να με πείσουν πως εγώ φταίω, πως εγώ δεν ήμουν ικανή να τους κρατήσω. «Δεν πειράζει» είπα, «μπορεί να το λένε από πικρία, μπορεί και όντως να είναι αλήθεια».

Φτάνοντας στο σήμερα δε στέκομαι σε όσα συνέβησαν και σε όσα με έκαναν να είμαι αυτό που είμαι. Λυπάμαι μόνο που έπνιξα τόσες αδικίες και άφησα τις χαρακιές να στολίζουν την ψυχή μου, κρυμμένη πίσω από ένα «δεν πειράζει». Γιατί πειράζει.

Πειράζει που άφησα να μου γαμήσουν αβίαστα την ψυχή, πειράζει που έμαθα να το θεωρώ φυσιολογικό και να το κάνω μετά η ίδια στον εαυτό μου, σαν να μου το χρωστάω, σαν να μην υπάρχει άλλος τρόπος. Πειράζει που δεν είχα τη δύναμη να τους διαολοστείλω όταν έπρεπε, κι αντίθετα κλείδωνα εμένα σε κουτάκια απόγνωσης με την κορδέλα του «δεν πειράζει». Πειράζει που επέμενα να τους δικαιολογώ, να τους συγχωρώ και να τους πιστεύω, πετώντας εμένα στα σκουπίδια.

«Πειράζει που δεν πειράζει» σκέφτομαι πια, κι ευτυχώς το κατάλαβα σχετικά νωρίς.

Πάω για ύπνο, καληνύχτα.