Κάποτε είχα ακούσει από μια φίλη ότι το πιο λυτρωτικό συναίσθημα έρχεται όταν παραδίνεσαι στον άνθρωπο που γουστάρεις τρελά, στον άνθρωπο που ενώ μπορεί να σε απορρίψει, εσύ ξέρεις ότι έκανες τα πάντα για να εκφράσεις πώς αισθάνεσαι. Να ξέρεις ότι το έζησες μέχρι το τέρμα, ή ότι προσπάθησες τέλος πάντων να το ζήσεις κι ας ήσουν ένα ταλαίπωρο κουρέλι που ανέμιζε δώθε και κείθε μέσα σ’ ένα συναισθηματικό υπερπέραν κάποιας ταινίας τρόμου όπου κεφάλια πέφτουν. Οι περισσότεροι παρακαλέσαμε και κλάψαμε μέσα σε ένα τέτοιο υπερπέραν, ευχόμενοι οι κόποι μας να πιάσουν τόπο.

Υπήρξα ο άνθρωπος που δεν είχε βγει καν ένα ραντεβού κι έκρυβα την πικρία μου επικρίνοντας καθετί έβρισκα μελό και υπερβολικά ρομαντικό. Εν τέλει, απλά δεν είχα σκιρτήσει για κάποιον ερωτικά. Και κάπου στα 22-23, έζησα το κλασικό «εγώ μ’ αυτόν ποτέ». Και μετά απ’ αυτό, σαν καρμικό στραπάτσο, ήρθαν όλα τα ερωτικά κλισέ να μου δώσουν το μάθημα που θεωρούσαν ότι χρειάζομαι. Γιατί τελικά ό,τι κοροϊδεύεις (στον έρωτα) το λούζεσαι κι ο λόγος είναι ότι υπήρχε λόγος που το κορόιδευες και το σνόμπαρες τόσο φανατικά.

 

 

Μόνο που η καψούρα αυτή ήταν βαθιά κακοποιητική, από αυτές που η ανοχή σου αρπάζει την αυτοεκτίμησή σου και την πετάει από τη γη κατευθείαν στην κόλαση. Τέσσερα χρόνια βυθίστηκα σε κατάθλιψη σαν την πίσσα. Τα δύο πρώτα χρόνια τα πέρασα κλαίγοντας, όχι γιατί ένιωσα αληθινή αγάπη ή έρωτα αλλά γιατί εθελοντικά έβαλα τον εαυτό μου σε έναν κύκλο βίας που κλιμακώθηκε. Ξέρετε, από αυτή την κλιμάκωση που στην αρχή σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι έχεις τον έλεγχο και την επόμενη συνειδητοποιείς ότι χάλασε η καρδιά σου και το μηχάνημα της ανάνηψης το έχεις δώσει στα χέρια ενός ανθρώπου ξένου.

Τέσσερα χρόνια μου πήρε να καταλάβω ότι το μηχάνημα βρισκόταν μέσα στην καρδιά μου κι ότι η ανάνηψη γινόταν μόνο εκ των έσω και μόνο μετά από δική μου εντολή. Τα δύο επόμενα χρόνια, όταν ξεθάρεψα λιγοστά από την τρύπα μου, τα πέρασα μισώντας κάθε άνθρωπο που είχε την ατυχία να με πλησιάσει.

Και κάπου στο κοντινό παρελθόν αυτών των σκέψεων που αραδιάζω, αποφάσισα ν’ ανοιχτώ. Άφησα κάποιον να με πλησιάσει. Θαρρούσα πως τέσσερα χρόνια ήταν αρκετά. Μπήκα με τα μπούνια. Σ’ έναν άνθρωπο που ζέστανε το μέσα μου μετά από καιρό πετρώματος. Μόνο που βρήκα έναν άνθρωπο βαθιά, πολύ βαθιά πετρωμένο. Και κάπου εδώ νόμιζα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν αληθινό το συναίσθημα κι όχι καψούρα και με καταρράκωσε ακόμα πιο πολύ.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν ένα μικρό εκκολαπτόμενο μαθητούδι του ερωτικού μου παρελθόντος. Ο πόνος είναι πιο πολύς γιατί οι εμπειρίες κι οι απογοητεύσεις δρουν αθροιστικά. Όμως κάτι ήταν διαφορετικό αυτή τη φορά. Το κλάμα το γοερό είχε μια λύτρωση αναλαμπής. Δε με ζέστανε τυχαία αυτός ο άνθρωπος. Ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου. Πίστευα ότι τα χρόνια που έμεινα μόνη μου θεράπευα την ψυχή μου, μα το να μείνεις απλά μόνος δε θεραπεύει τίποτα. Και τώρα απέναντί μου είχα επιλέξει να σταθεί ένας τέτοιος άνθρωπος που λαχταρούσα να τον κατακλύσω με αίσθημα.

Κι αν η ψυχή μας έχει τριφτεί με γυαλόχαρτο, όταν αναστηθεί ξανά (γιατί θ’ αναστηθείς), ας της διδάξει κάποιος να μη ζητιανεύει την προστασία και τη φροντίδα ενός ερωτικού κηδεμόνα, να της ξαναπεί κάποιος ότι η δίψα σβήνει αν η ίδια προστατεύεται μόνη της και τότε η φροντίδα των άλλων ακουμπάει τόσο ταιριαστά πάνω της. Να προστατεύεται όμως, όχι κακοποιητικά, σκληρά και μοναχικά εξορισμένη κι εξοργισμένη για τις λάθος επιλογές που κάποτε τόλμησε να κάνει, αλλά να προστατεύεται στοργικά και ζεστά.

Πόσο φοβάμαι αλήθεια, τώρα που τα γράφω μέσα σε μια αναλαμπή, ότι θα πετρώσω πάλι σ’ έναν μανδύα δυναμισμού και κυνισμού με τη σιγουριά ότι κάνω πάλι το σωστό. Ας μου θυμίσει κάποιος τ’ αυτονόητα, τα βαθιά ξεχασμένα. Ας βρεθεί κάποιος να διδάξει ξανά ότι τότε, πιο πολύ από ποτέ, πρέπει να μένει ανοιχτή η καρδιά.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου