Γράφει η Κατερίνα Α.
Χθες σου ζήτησα να μου πεις ένα παραμύθι. Είναι κι αυτό ένα από τα πολλά που σε ξαφνιάζουν σε ‘μένα. Το πώς σε μία στιγμή, η νευρική κι ανεξάρτητη μορφή μου γίνεται ευάλωτη μπάλα που κουρνιάζει στα χέρια σου, ζητώντας σου να την ηρεμήσεις. Δικιά σου μαγκιά κι αυτό, μην ψάχνεις την απάντηση στα μάτια μου.
Σάστισες για λίγο και μετά ξεκίνησες.
Κι ενώ εγώ περίμενα να ακούσω για γουρουνάκια, για κακούς λύκους και για πριγκίπισσες, εσύ μου μίλησες για δύο ανθρώπους. Δύο ανθρώπους, που όταν ξαναγνωρίστηκαν, γίνανε απαραίτητοι ο ένας στον άλλον. Το γύρισες όλο πάνω σου. Δεν αναφέρθηκες ούτε στιγμή σε όσα κατά καιρούς σου έχω εκμυστηρευθεί ότι σημαίνεις για μένα. Μου ψιθύριζες για όσα εγώ άλλαξα στη ζωή σου. Δεν αναλώθηκες σε λεπτομέρειες. Δεν τις χρειάζεσαι για να καθηλώσεις κάποιον στις έννοιές σου. Με λέξεις απλές, μου αποκάλυψες ολόκληρη την ουσία του έρωτα σου για ‘μένα.
Απ’ τους δύο μας, είπες, άλλος διεκδικεί οπτικά τα σκήπτρα του δυνατού. Άλλος φαίνεται να είναι αυτός που θα προστατεύσει τον άλλον, ο πιο σωματώδης, ο πιο ισχυρός. Μίλησες για μία πλάνη. Πολύ περισσότερο, την διέλυσες. Παραδέχτηκες την τρωτότητά σου, τη στιγμή που σου ζήτησα να βάλεις για ύπνο τη δική μου.
Σε αντίθεση με όσα η εικόνα μας πιστοποιεί ή με όσα ανόητα η περηφάνια μας προστάζει, εσύ αποφάσισες να πας κόντρα. Να παραδεχτείς πως με έχεις ανάγκη. Και πως παρά τη δική σου σωματική υπεροχή, εγώ είμαι αυτή που νικάει στα σημεία της ισχύος. Με ένα παραμύθι, μου ζήτησες να σε προστατεύω ακόμα κι όταν όλοι νομίζουν πως δεν το έχεις ανάγκη. Ακόμα κι όταν εσύ νομίζεις πως δεν το έχεις.
Υποκλίνομαι στη σπουδαιότητα της επιλογής σου να μην επαναπαύεσαι σ’ αυτά που νιώθεις, υποθέτοντας πως τα γνωρίζω. Να απαιτείς να τα ξέρω με το να τα παραδέχεσαι γυμνά και κουρελιασμένα μπροστά μου. Όμως, δε χρειάζομαι κανένα παραμύθι να μου τα πει. Μου αρκεί η αλήθεια μας. Τα μάτια σου μου αποκαλύπτουν τι είναι αυτό που χρειάζεσαι. Σε ενημερώνω λοιπόν πως τα γνώριζα ήδη.
Παρατήρησα πως επέλεξες να μου αποκαλύψεις την αλήθεια της πιο τρωτής και μύχιας κρυψώνας της ψυχής σου, με το άλλοθι μίας μυθολογικής πλάσης. Όχι γιατί φοβάσαι τον ανυπεράσπιστο εαυτό σου, αλλά γιατί τρέμεις μπροστά στην πιθανότητα να εκτιμήσω εσφαλμένα αυτό που μου ζητάς. Δεν είναι εσένα που φοβάσαι, αλλά εμένα. Και πόσο πολύτιμο το χαμόγελο σου, όταν επιβεβαίωσες το αναίτιο της βιασύνης σου, να ζητιανέψεις αυτό που εδώ και καιρό είχα αποφασίσει αυτόβουλα να σου προσφέρω.
Είναι αφοπλιστική η αγωνία των ανθρώπων να διαλύσουν τις ταμπέλες στις οποίες δε χωράνε πια. Αγάπη είναι, να τους τις ξεκρεμάς, χωρίς να τους ζητάς να σκύψουν.
Λένε, πως οι ψυχές γυρνάνε πολύ μέχρι να βρουν αυτό που ζητάνε. Εγώ πάλι λέω, πως το βρίσκουν όταν πια είναι έτοιμες. Ως εκ φύσεως καχύποπτη σε συμπαντικές συμπτώσεις, δε θα τις επικαλεστώ. Θα στοιχηματίσω στη ρεαλιστική ικανότητα του ατόμου να ορίζει, να σχεδιάζει και να επιτυγχάνει την εσωτερική του μετάβαση σε εκείνο που πράγματι είναι. Πρέπει να τολμήσουμε να είμαστε αυτό που θέλουμε να γίνουμε. Δεν υπάρχει πιο ασφαλής δρόμος για να φτάσεις εκεί που θες να πας απ’ το να αρχίσεις να βαδίζεις προς σ’ αυτό.
Δεν είμαι εγώ που ήρθα κι άλλαξα τη ζωή σου. Είσαι εσύ που είχες πάρει την απόφαση ν’ αλλάξεις. Και όσο κι αν με γοητεύει η ιδέα να εξαργυρώσω κάποτε τα αργύρια της μετατροπής σου –καθ’ ότι εγωίστρια– αρνούμαι να το κάνω αυτό με σένα.
Δε σου επιτρέπω να πιστεύεις πως μου χρωστάς. Στο δικό μας παιχνίδι δε θέλω νικητές και ηττημένους. Θέλω μόνο ευτυχισμένους. Γι’ αυτό σήμερα θα σου πω εγώ ένα παραμύθι. Για δύο ανθρώπους που αποφάσισαν, να μην κατρακυλούν στον έρωτα. Παρά συμφώνησαν, να ανυψωθούν μαζί του.