Γράφει η Δημητριάνα Μπόσκοβικ.
Ανεξάντλητη υπομονή κι επιμονή. Κλείνω το φως για να ξαπλώσω κι ακούω το μυαλό μου να φωνάζει «ώρα για σκέψεις». Νύχτες ατελείωτες, εξευτελιστικά ανυπόφορες. Πολλά ρολόγια ταυτόχρονα στο μυαλό μου να προσπαθούν να με πείσουν πως ο χρόνος θα περάσει, πως θα ξημερώσει και θα σταματήσουν οι σκέψεις να μιλούν.
Όμως, συνεχίζει η συζήτηση στο επίμαχο σημείο. Τι έκανες εσύ για να είναι οι δίπλα σου ευτυχισμένοι; Τουλάχιστον ξέρεις πως προσπάθησες. Περίμενε, όμως∙ αυτοί; Τι έκαναν για σένα; Ήταν απλό, τόσο απλό να το γράψεις όσο και να το εφαρμόσεις. Σε έριξαν στο πάνω ράφι του δωματίου τους, ξέρεις εκείνο που χρησιμοποιείς αντικείμενα μόνο αν τα θυμηθείς κι αν τύχει να τα χρειαστείς. Εκείνο το ράφι γεμάτο σκόνη, που ρίχνεις απλά μια ματιά καθαρίζοντάς το μια φορά κάθε τόσο.
«Κλείσε τα μάτια, ησύχασε, κοιμήσου», σκέφτομαι και γελάει το μυαλό μου. Μου θύμισε τον χθεσινό πόνο, που με ξεγέλασαν, τον προχθεσινό, που με πρόδωσαν και με προϊδέασε για την επερχόμενη καταστροφή, δείχνοντάς μου ένα μαύρο αδιέξοδο. Δε με πληγώνει το γεγονός ότι κάποιος δικός μου άνθρωπος μπορεί να με πρόδωσε, ότι μάτια που πίστεψα μου γύρισαν την πλάτη, ότι χέρια που ακούμπησα, με μαχαιρώνουν, ότι άνθρωποι που γέλασα, έκλαψα κι αγκάλιασα, πλέον με κακολογούν.
Με πληγώνει η απογοήτευση, το πού πίστεψα και γιατί, το πόσο πάλεψα, τα ράφια που ανέβηκα, οι δρόμοι που περπάτησα για να μου σερβίρουν μια ζεστή μπίρα, στα χέρια που κάποτε εμπιστεύτηκαν, πόνεσαν, πονάνε κι απορούν γιατί να έχουν θέση μιας σκονισμένης πορσελάνης του πάνω ραφιού, τόσο σημαντικής κι ακριβής, τόσο αχρείαστης για το ξημέρωμα της επόμενης μέρας.
«Δεν πληγώνει η λύπη, πληγώνει η απογοήτευση» κι έτσι κάθε νύχτα με ένα μαχαίρι στην πλάτη με αφήνει το μυαλό μου να ηρεμήσω μετά από ώρες βασανισμού και σκέψεων.
Να σου λείπουν, να σου λείπουν απ’ τη ζωή σου τέτοιοι σκουριασμένοι άνθρωποι, άνθρωποι της δεκάρας. Ήρθαν για να συμμαχήσουν με τις βραδιάτικες σκέψεις. Και να θυμάσαι ότι αν από αυτούς μπορείς να ξεφύγεις, απ’ τις σκέψεις σου δεν πρόκειται.