Φτιάξε το σκηνικό στο κεφάλι σου. Βράδυ, είσαι σπίτι, έχεις πάρα πολλά στο κεφάλι σου. Τόσα που οι φωνές για το πόσα σκατά έμειναν και σήμερα ανεκπλήρωτα, σε τρώνε, σε κουφαίνουν. Κι εκεί, στέκεται ο άνθρωπός σου. Αμίλητος. Αλλού.

Αυτό το «αλλού» είναι που τρώει τη σχέση, χειρότερα κι από σκουριά σε παλιοσίδερα αφημένα στη βροχή. Και ξέρεις τι συμβαίνει στο σίδερο όταν το καλύψει η σκουριά; Αρρωσταίνει. Μαλακώνει, γίνεται σκόνη αν πας, μόνο, να το ακουμπήσεις. Έτσι κι εκείνος. Αμίλητος, αλλού, αποσπασμένος από τα δικά του, τις φιλοδοξίες του, τα άγχη και τα δικά του σκατά. Λέξη καμία. Μόνο σιωπή.

Κι όταν επιτέλους σπάσει, όταν ειπωθεί αυτή η μια λέξη που ελπίζεις να κάνει τις φωνές σου να το βουλώσουν, είναι σα χάδι σε σάπιο σίδερο. Σε σπάει. Άτιμο πράγμα η ελπίδα, η προσδοκία. Εκεί που λες πως όλα τα έχεις πλέον κανονίσει, δίνει μια και τα γκρεμίζει όλα. Σχεδόν σε κοροϊδεύει, που τόλμησες, ανόητε, να παραβλέψεις την πραγματικότητα.

Πώς, όμως, πώς στ’ αλήθεια είναι δυνατόν να δείξεις κατανόηση; Αλήθεια ρωτάω, θέλω να μάθω. Θέλω να μάθω, πώς είναι να καταλαβαίνεις κάποιον, όταν ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει. Όταν ο ίδιος, είναι σαν να είναι κάποιος άλλος, όταν αυτός ο άνθρωπος που ήξερες τόσο καλά, καμιά φορά γίνεται τόσο ξένος.

Καλύτερα η σιωπή. Καλύτερα να μην ξέρεις, να πλανάσαι κι εσύ σε μια πραγματικότητα του κουτιού, φούσκα, που λένε. Μα το κακό με τις φούσκες είναι ότι είναι πιο ευαίσθητες κι από σάπια σίδερα. Κι όταν σκάσουν, γιατί θα σκάσουν κάποια στιγμή, αφήνουν μόνο κάτι σταγονίτσες, να σου θυμίζουν ότι κάποτε υπήρξαν. Δεν ξέρω πώς να καταλαβαίνω, πώς να είμαι ο ανώτερος άνθρωπος, πώς αντέχεται η υπομονή.

Γιατί το αστείο με την κυρία από πάνω, είναι ότι δεν αρκεί απλά να κάνεις υπομονή. Πρέπει να καταλαβαίνεις τον λόγο, να τον αναγνωρίζεις και να τον αγαπάς. Να αγαπάς τον λόγο. Μόνο έτσι μπορείς να ελπίζεις ότι κάτι θα αλλάξει και πως, τελικά, μπορείς να το πεις και να το πιστέψεις, πως ο άνθρωπός σου, είναι πραγματικά δικός σου, γιατί τον σέβεσαι και τον δέχεσαι ολόκληρο, χωρίς σκουριές, χωρίς φούσκες.

Πόσο δύσκολο είναι στ’ αλήθεια, να αγαπάς, χωρίς να περιμένεις ν’ αγαπηθείς; Κι όταν όλες οι φωνές στο κεφάλι σου δε λένε να το βουλώσουν, πώς κάνεις χώρο για να σωπάσεις τις δικές του; Πώς γίνεσαι, πραγματικά, αυτό που ο άλλος χρειάζεται;

Πολλές φορές έχω κάνει υπομονή. Τελικά κατάλαβα, ότι αυτό νόμιζα. Γιατί η μαγκιά με την υπομονή, είναι να μην το ξέρεις. Να μην αναγνωρίσεις τι ακριβώς κάνεις, να σου βγάινει αβίαστα, φυσικά, να ρέει από μέσα σου γιατί δε γίνεται αλλιώς. Να είναι η ηρεμία του ανθρώπου σου, προϋπόθεση για τη δική σου και οι φωνές σας να μιλούν την ίδια γλώσσα.

Δεν σε καταλαβαίνω και λυπάμαι, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις κι εσύ κάποτε να με καταλάβεις. Θέλω να μπορώ να δρω για μένα, με στόχο εσένα. Να είσαι εσύ ο άξονας, μα εγώ η αφετηρία. Πώς, γαμώτο, θα μπορέσουμε κάποτε να αγαπάμε με ειρήνη μέσα μας;

Δεν ξέρω, ήταν άλλη μια μέρα που απέτυχα. Ίσως αύριο. Ίσως το μυστικό, είναι να μη σταματάς ποτέ να προσπαθείς. Το νερό, πάντα νερό θα είναι, και πάντα θα προσπαθεί να σκουριάσει το σίδερο. Ίσως αυτό που πρέπει επιτέλους να μάθουμε οι άνθρωποι, είναι πως η βροχή δε σταματιέται. Πρέπει κάθε φορά, να το σκουπίζεις από την αρχή, μέχρι να στεγνώσει και να ξαναβραχεί. Και πάλι από την αρχή. Αντέχεις;

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου