Γράφει η Α.
Αρχή-μέση-τέλος, πρόλογος-κυρίως θέμα-επίλογος, ήταν τα πρώτα μαθήματα στο σχολείο για να μάθουμε δειλά δειλά να γράφουμε τις πρώτες μας εκθέσεις. Μεγαλώνοντας το τρίπτυχο αυτό το βλέπαμε σιγά σιγά και στη ζωή. Κάθετι που ξέραμε, είτε μας άρεσε είτε όχι, ολοκληρωνόταν κι έδινε την θέση του σε κάτι νέο. Μπορεί να ανακουφιζόμασταν και να μη μας ξαναέλειπε ποτέ, μπορεί να το αναπολούσαμε κάπου κάπου με νοσταλγία, το σίγουρο είναι πως καμία θέση δεν είχε στο παρόν μας και αυτό το ξέραμε καλά.
Γιατί έτσι είναι οι κύκλοι κι έτσι πρέπει να ‘ναι. Ανοίγουν και με μία διαδρομή 360 μοιρών ολοκληρώνουν την αποστολή τους και κλείνουν.
Ο δικός μας όμως είναι ακόμα ανοιχτός. Ό,τι και να έκανα, όσες τελείες και αν έβαλα, όσες γραμμές κι αν τράβηξα, όσα φύγε κι αν σου είπα. Εσύ ακόμα εδώ ψυχή και σώματι. Δεν κλείνουμε με τίποτα μωρό μου. Ξεχαρβαλώνουμε τόσα χρόνια τις ψυχές μας ο ένας με το άλλον για μια ιστορία που δε βγάζει πουθενά, ποτέ δεν έβγαλε και δεν είναι καν το ταξίδι της ωραίο.
Ίσως πληρώνουμε τα πρώτα σου βροντερά όχι. Εκείνα που έλεγες σε κάθε ευκαιρία και σε μένα και στον εγωιστή εαυτό σου. Που προσπαθούσες να μας πείσεις όλους οτι διακινδυνεύεις όλες σου τις σταθερές, οτι βγαίνεις έξω απ τα νερά σου για κάποια που δε σημαίνει και πολλά για σένα και που ανά πάσα ώρα και στιγμή την τελειώνεις και μάλιστα αναίμακτα. Και το έκανες, μου παρουσίαζες τόσο ρεαλιστικά και λογικά πόσο έχουμε τελειώσει, έκανες χιλιόμετρα ολόκληρα για να κάθεσαι ήρεμος απέναντι μου και να μου αναλύεις πως δεν υπάρχει πλέον τίποτα μεταξύ μας και μπορούμε να καθόμαστε σε ένα τραπέζι σαν δυο γνωστοί που απλώς τυγχάνει να γνωρίζονται καλά. Και εξαφανιζόσουν και με άφηνες με την απορία, πώς αφού δεν είμαι τίποτα για σένα καταναλώνεις τόσο χρόνο και ενέργεια για να μου το επισημάνεις αφού ποτέ δε σε ρώτησα.
Και μετά εμφανιζόσουν. Πάντα. Δεν άργησες ποτέ. Με έναν μαγικό τρόπο κάθε φορά που τα έβρισκα σκούρα, είτε χτυπούσε ένα τηλέφωνο, είτε άνοιγε η πόρτα στην δουλειά μου, είτε έπεφτα τυχαία πάνω σου. Πάντως εμφανιζόσουν και λίγα λεπτά κοντά σου μου έφταναν για να διαλυθεί όποιο σύννεφο είχα στο κεφάλι μου, εκτός απ το δικό μας, εκείνο το αιώνιο, το αναπάντητο.
Γιατί ήσουν εκεί;
Και πέρασαν τα χρόνια και αλλάξαμε σπίτι και αλλάξαμε πόλη και αλλάξαμε δουλειά κι εσύ ακόμα έρχεσαι. Δε σε κάλεσα ποτέ αλλά και πάλι ήρθες.
Ήθελες να δεις τι κάνω, είπες κάποια στιγμή ένα χρόνο πριν νομίζω. Και λίγες βδομάδες και πολλά ουίσκι μετά, είπες πως είμαι κομμάτι σου. Πως πάντα σου λείπω και πως έχεις ανάγκη έστω να με βλέπεις.
Και αφέθηκα γιατί μου είπες και άλλα, όλα αυτά που ήθελα να έχω ακούσει χρόνια πριν απ τα χείλη σου. Και σε άφησα να με βλέπεις – και με άφησα να σε βλέπω, μόνο που εγώ το ήξερα ήδη πως τα κομμάτια είναι για να είναι μαζί κι όταν τα χωρίζεις υπολειτουργούν.
Και το είδα και το είδες και στην πράξη πως καμία δουλειά δεν έχουμε να είμαστε ο ένας κομμάτι του άλλου.
Και σε έδιωξα, γιατί το να σε βλέπω με πόναγε τελικά περισσότερο απ’ το να μου λείπεις.
Νόμιζα πως επιτέλους ο κύκλος μας έκλεισε. Μα η πιο μεγάλη αλήθεια είναι πως όταν κάτι τελειώνει είναι όλα καλά. Αν δεν είναι δεν έχει τελειώσει.
Τρεις μήνες εντατικής προσπάθειας, εκπαίδευσα τον εαυτό μου να σε μισεί και να πιστεύει πως απ’ τον εγκέφαλό σου δεν εκκρίθηκε ποτέ ούτε ένα mg συναισθημάτων για το άτομό μου. Ότι ήμουν μια τρελή που έξι χρόνια τώρα νιώθει μόνη της. Ότι απλά έπεσα έξω, ότι η καρδία μου δε μου τα είπε πολύ καλά για την περίπτωσή σου. Και όσο δε σε έβλεπα, τίποτα δε σε θύμιζε, τόσο πιο σίγουρη γινόμουν.
Αλλά πάλι ήρθες. Σιωπηλά, χωρίς να πεις γιατί, με ποιο δικαίωμα άλλωστε και να ‘λεγες;
Οι κύκλοι για να κλείσουν πρέπει να είναι όλα καλά. Χωρίς συναισθήματα, χωρίς εντάσεις, χωρίς βουρκωμένα μάτια και κυρίως χωρίς ελπίδες. Και εμείς απ’ αυτό απέχουμε ακόμη πολύ.