Γράφει η Ι.
Ποτέ δε σου έδωσα πολλά. Ποτέ δεν μπόρεσα να σου δώσω όσα ήθελα. Κι αν αυτή τη στιγμή σου γράφω, είναι γιατί πρέπει κάποια στιγμή να μάθεις την αλήθεια.
Αν σου μιλάω αυτή τη στιγμή, είναι γιατί φοβάμαι πως ακόμα και τώρα, μετά από τόσο καιρό, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς σε άφησα να φύγεις. Δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλουδάκι σου, το βλέπω στα μάτια σου κάθε φορά που με κοιτάς.
Και ξέρεις, κάθε φορά που με κοιτάς με αυτό το βλέμμα, γεμάτο αγάπη αλλά και τόσα ερωτηματικά, πνίγομαι. Με πνίγουν τα μάτια σου, καρδιά μου, δε με αφήνουν να κοιμηθώ τα βράδια.
Κάθε μέρα σε αφήνω να φύγεις και κάθε βράδυ με εκδικείσαι. Καλά μου κάνεις, αυτό είναι το τίμημα της δειλίας μου, αυτό μου αξίζει.
Τίποτα δεν έκανες λάθος. Δεν έφταιξες, κατάλαβέ το, επιτέλους! Κατηγόρησε τον σωστό άνθρωπο, απόδωσε δίκαια τις ευθύνες, μέτρησε σωστά το «λίγο» μου, χώνεψέ το.
Κάθε στιγμή που σε απογοητεύω θα ‘πρεπε να σε διώχνει μακριά μου, θα ‘πρεπε ήδη να μ’ έχεις ξεχάσει, να μ’ έχεις μισήσει, δε θα ‘πρεπε να έχει μείνει τίποτα όμορφο μέσα σου για μένα.
Γιατί επιμένεις; Τι βλέπεις σε μένα που δεν μπορώ ούτε εγώ να το δω πια; Πόσες ακόμα αποδείξεις χρειάζεσαι, για να δεις την αλήθεια και να λυτρωθείς;
Ψέματα σου λέω, ματάκια μου. Ξεκίνησα να γράψω δυο λέξεις για σένα και γράφω ψέματα. Δε θέλω να ζήσω τη μέρα που θα με κοιτάξεις με βλέμμα κενό, δε θέλω να έρθει η στιγμή που θα καταλάβω ότι με άφησες πίσω και προχώρησες.
Προχώρα, βρες την ευτυχία που σου αξίζει, ζήσε τη ζωή σου, φτάσε όσο πιο ψηλά μπορείς, αλλά μη με ξεχάσεις. Μη με ξεριζώσεις εντελώς, άφησέ με σε μια γωνίτσα μέσα σου, κράτα με σαν μια φωνή που σου λέει να συνεχίσεις όποτε λιγοστεύουν οι αντοχές σου. Κράτα με σα μια φωνή που σου ψιθυρίζει τρυφερά στο αυτί πως αξίζεις όλη την αγάπη του κόσμου.
Τίποτα δε θα υπάρξει στη ζωή μου σαν εσένα, καμιά παρουσία δε θ’ αναπληρώσει το κενό της δικής σου απουσίας, κανένας άλλος δε θα πάρει τη θέση σου. Σου αξίζει να το ξέρεις αυτό.
Σε άφησα να φύγεις, γιατί δεν είχα την αντοχή να ζήσω κάτι τόσο μεγάλο. Δεν είχα άλλα περιθώρια για ρίσκα. Δε θα μπορούσα ν’ αναμετρηθώ με τον πόνο της φυγής σου, όταν θ’ αποφάσιζες εσύ να φύγεις. Γιατί θα το αποφάσιζες κάποια στιγμή, το ξέρω και το ξέρεις.
Καλύτερα έτσι, λοιπόν.
Θα είμαι εδώ, δε φεύγω, πάντα θα μπορείς να με βρεις, πάντα ένα κομμάτι μου θα είναι δικό σου κι εσύ θα το νιώθεις, όπως νιώθεις και όλα τα υπόλοιπα τόσο καιρό, κι ας μη σου λέω κουβέντα.
Συγχώρεσέ με για το «λίγο» μου, για τη δειλία μου, για τη σκληρότητα που σου έδειξα προσπαθώντας να σε διώξω μακριά μου, για όλο τον πόνο που σε έκανα να νιώσεις, για όλες τις φορές που μου ζήτησες λίγο χρόνο και δεν τον βρήκα.
Συγχώρησέ με που αφέθηκα, που δεν έβαλα από την αρχή τα όρια, που δεν κατάφερα να ελέγξω όσα ένιωσα για σένα.
Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, γιατί αν το κάνεις εσύ, ίσως μια μέρα καταφέρω κι εγώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου.