

Τι συμβαίνει στις ζωές δυο ανθρώπων όταν κάποτε ήταν ζευγάρι και ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια; Θυμάστε εκείνη την πρώτη μας καψούρα; Το τρέμουλο που νιώθουμε όταν συναντάμε εκείνον τον έναν που στα μάτια μας, που ωραιότερος δεν υπάρχει, που στα λόγια του κρεμόμαστε και στο σώμα του σπαρταράμε;
Αυτός ήταν και ο δικός μου πρώτος κεραυνοβόλος έρωτας. Μια τυχαία γνωριμία στα μπουζούκια ένα βράδυ. Το επόμενο πρωί ξύπνησα με ‘κείνον να μου σερβίρει πρωινό φτιάχνοντάς το στην κουζίνα του σπιτιού μου. Τόσο απλά, τόσο γρήγορα. Γιατί θα πρέπει να είναι πιο σύνθετα; Η ζωή είναι λίγη για δεύτερες σκέψεις και ακόμη πιο λίγη για να τη ζεις μ’ αυτές. Ήξερα μόνο το όνομά του όταν ξεκίνησε ο έρωτάς μας. Αυτοκόλλητοι, σχεδόν μαζί κάθε μέρα. Το πρωί στις δουλειές μας και την υπόλοιπη μέρα ο ένας στα πόδια του άλλου.
Όταν χρειάστηκε να φύγω για σεζόν, υποσχεθήκαμε πως τίποτα δε θα άλλαζε. Και το παλέψαμε όσο μπορούσαμε. Πάντα θα πιστεύω στις σχέσεις από απόσταση ακόμη κι αν εκείνη η πρώτη μου σχέση δεν το πίστευε. Μέρα με τη μέρα ένιωθα την απόσταση. Μέχρι που στα μέσα της σεζόν, το τέλος ήρθε με μια απλή δήλωση. «Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ». Τι κι αν προσπάθησα. Τι κι αν έτρεξα πίσω του, γιατί εγώ δεν πιστεύω σε εγωισμούς κι ανωτερότητες. Πιστεύω στο παλεύω για το σώσω, στο προσπαθώ γιατί αξίζει, μέχρι που ο χρόνος θα με χαστουκίσει και θα μου φωνάξει «ξύπνα». Τι κι αν… Τελικά τελείωσε.
32 χρόνια μετά, όμως, τον συναντάω στον δρόμο μου. Πιο ώριμοι, πιο σοφοί και φυσικά αφού έχουμε περάσει και οι δύο σε παράλληλες ζωές. Δε χρειάστηκε να πούμε καμία κουβέντα, άλλωστε μαζί του έφτανε ένα χάδι και μια αγκαλιά να νιώσω γαλήνη. Αυτή η αγκαλιά που θυμίζει λίγο μαμά και μπαμπά, που όσα χρόνια και να περάσουν νομίζεις πως κουμπώνεις μέσα της. Δεν ξυπνήσαμε μαζί, όμως, καθώς η δική του ζωή είναι πλέον αλλιώς χαραγμένη. Ήπιαμε τον ίδιο καφέ, απλώνοντας τα πόδια μου πάνω του και χαϊδεύοντάς τον, γελώντας και αναπολώντας τις ζωές μας.
Γίναμε πιο σοφοί; Όχι, μάλλον πιο ηλίθιοι θα έλεγα για την απόφασή μας να βλεπόμαστε όσο πιο συχνά γίνεται. Θέλουμε κάτι παραπάνω; Όχι πλέον, και δε μας νοιάζει. Θέλουμε για όσο κρατήσει με όλο τον σεβασμό και την αξιοπρέπεια που έχουμε και οι δυο, εκείνη την αγκαλιά και κείνο το χάδι του πρώτου σκιρτήματος. Γιατί; Γιατί νιώθουμε πως η ζωή μας χρωστούσε λιγάκι και ήθελε να μας το ξεπληρώσει. Γιατί είμαστε σοφότεροι και πιο ώριμοι για να ξέρουμε πως αυτή τη φορά δεν την ονομάζουμε σχέση και δεν έχει απόσταση. Γιατί οι ζωές μας θα συνεχίσουν να είναι παράλληλες μέχρι τον επόμενο αποχωρισμό. Γιατί όταν θα φύγει δε θα τρέξω πίσω του. Γιατί όταν θα φύγω, θα με αφήσει.
Η αγάπη δε χάνεται όταν χάνονται οι άνθρωποι. Δεν το ονομάζουμε έρωτα. Το ονομάζουμε επαφή, ανάγκη για επικοινωνία. Μια μορφή σχέσης μεστής, ώριμης και κατασταλαγμένης, που σου έκλεισε τυχαία το μάτι και ‘συ την άφησες να ξαναμπεί στη ζωή σου με τον ίδιο τρόπο που μπήκε πριν 32 χρόνια.