Γράφει η Φλώρα.
Περπατούσα στον ξύλινο διάδρομο κοιτάζοντας μόνο μπροστά με το βλέμμα στο κενό και το μυαλό θολωμένο απ’ την κούραση. Είχε αέρα εκείνο το βράδυ. Αρκετό για να φέρει το άρωμά σου πάνω μου και να με κάνει να γυρίσω αριστερά και να σε αντικρίσω…
Μετά από τόσους μήνες ήσουν εδώ. Δε σε έβλεπα, μα σε ένιωθα στον ίδιο χώρο. Εκείνο το μεθυστικό μοναδικό σου άρωμα άρχισε πριν καν σε δω να πλάθει την εικόνα σου μπροστά μου. Θα μπορούσα να το αναγνωρίσω ανάμεσα σε χιλιάδες.
Και ξάφνου σε βλέπω και θέλω να αρχίσω να τρίβω τα μάτια μου για να το πιστέψω. Με κοίταξες κι εσύ και μου χαμογέλασες. Όνειρο; Ψέμα; Έχασα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου… Ένα μπαμ σαν ηφαίστειο που εκρήγνυται είναι λίγο σαν εικόνα για να περιγράψει αυτό που μου συνέβη μέσα σε δευτερόλεπτα, σε χρόνο μιας αναπνοής μόνο. Τι κι αν πέρασε καιρός, κάπου πέντε μήνες τώρα που είχα να σε δω, και μόλις είχε γίνει πραγματικότητα η πιο μεγάλη επιθυμία μου. Ήθελα να σε αντικρίσω ξανά και το έζησα.
Τα πάντα έγιναν ένα χάος. Έφτασε ένα σου βλέμμα, ένα κοίταγμά μας ταυτόχρονο κι αληθινό για να πάρουν φωτιά όλα μέσα μου. Ένα μείγμα αναμνήσεων με το παρελθόν. Το παρόν και το μέλλον προσκαλούσαν το παρελθόν μας, μαζί έκαναν το μυαλό μου ένα πεδίο μάχης με τραυματίες και νικητές.
Απομακρύνθηκα λίγο μέχρι να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει, δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια αυτό που μόλις έζησα. Προσπαθούσα να συνέλθω λιγάκι, μα μάταια. Βγήκα και πάλι έξω και στο μυαλό μου επικρατούσε μια πάλη. Απ’ τη μία ήθελα να ανοίξει η γη να με εξαφανίσει. Να μην υπάρχουμε στον ίδιο χώρο, να πάψω να τρέμω. Απ’ την άλλη, ήθελα τόσο πολύ να σε κοιτάζω αδιάκοπα, να σε επεξεργάζομαι και να μη σε χορταίνω.
Το μόνο που ήθελα ήταν να έρθω, να σε αρπάξω και να σε φιλήσω, να σε νιώσω. Να νιώσω ξανά αυτή τη φλόγα που καίει κάθε φορά που σε σκέφτομαι και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο διάβα της. Τελικά έμεινα και σε κοίταζα από μακριά, να σε παρατηρώ σιωπηλά, να δω τι κάνεις. Δεν έβαλες μπουκιά στο στόμα σου κι άναβες τα τσιγάρα το ένα πίσω απ’ το άλλο. Άραγε ένιωθες κι εσύ την ίδια ταραχή;
Συνέχισα να κάνω την αδιάφορη και καθώς κοίταξα προς το τραπέζι σου είχες ήδη φύγει. Έτσι έμεινα με το χάος μου να προσπαθώ να επανέλθω στην πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα στην οποία δεν είσαι μέσα.
Ένα είναι σίγουρο μέσα μου και δεν έχω λέξεις να το περιγράψω. Ένιωσα ευτυχία. Αν πρέπει να διαλέξω ένα μόνο συναίσθημα από αυτόν τον καταιγισμό που μου δημιούργησε η ξαφνική παρουσία σου, θα ήταν χαρά. Για να ένιωσα έτσι μετά από τόσους μήνες, απλά επειδή σε είδα, κάτι σημαίνει. Πάει να πει πως άξιζε, γιατί ήταν ό,τι πιο δυνατό, ξεχωριστό κι ιδιαίτερο έζησα.
Σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Εις το επανιδείν.