Γράφει η Χ.

Σε είδα ξανά μετά από καιρό. Δεν ήταν τυχαία η συνάντησή μας. Την κυνηγούσα εδώ κι αρκετές μέρες. Μου ακύρωνες ξανά και ξανά αυτό που τόσο ζητούσα. Μια ώρα να δεις ότι δεν ήμουν αυτή που κάποτε ήμουν. Να δεις με τα μάτια σου πως το θεριό μέσα μου κοιμήθηκε.

Στη διαδρομή σκεφτόμουν πόσο αμήχανες είναι αυτές οι συναντήσεις που το μέσα σου φωνάζει πως ο άλλος δε θέλει. Γιατί αν πραγματικά ήθελε δε θα έβρισκε χίλιες δικαιολογίες. Και δεν ξέρω, αλήθεια, τι πονά περισσότερο. Το ότι θα καθίσεις αμήχανα σε έναν χώρο και θα είσαι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος στημένος στον τοίχο; Η μήπως που αυτό που τόσο αγάπησες δε θέλει να είσαι πια κομμάτι του; Άσχημο και ψυχοφθόρα η διαδρομή μέχρι να πας.

Τα αμάξια μας ξανά το ένα δίπλα στο άλλο. Χαιρετούρες τυπικές, σχεδόν διεκπεραιωτικές και μέσα μου η επιβεβαίωση πως όντως μ’ είδες απλά για να τελειώνει. Στον δρόμο για το τραπέζι, άσχετα νέα, αδιάφορα. Καθίσαμε και κρεμόσουν απ’ το κινητό σου.

Κάτι διάβαζες και χαμογελούσες. Σ’ έβλεπα και θυμόμουν πως λίγο καιρό πριν έτσι έκανες για μένα. Και ζήλευα αυτόν πίσω απ’ την οθόνη σου που σ’ έκανε να χαμογελάς. Περίμενα να τελειώσεις τη συνομιλία σου, ποιος ξέρει, ίσως να έγραφες πως όπου να ‘ναι τελειώνει το μαρτύριο της δικής μας συνάντησης.

Παραγγείλαμε τα ίδια πράγματα χαμογελώντας. Γιατί δεν μπορεί να μίσησες κι ό,τι κάναμε μαζί τόσο καιρό. Άφησες το κινητό και σχεδόν αδιάφορα με ρώτησες πώς ήταν ο μήνας μου. Δε σου είπα πως πέθαινα κάθε μέρα. Δε σου είπα πως δεν άντεχα άλλο τη μοναξιά. Πως τα βράδια ξαγρυπνούσα, χαζεύοντας το σκοτάδι. Δε σου είπα πως η φυγή είναι η μόνη μου παρέα.

Σου είπα πως είμαι καλά και πως οι δουλειές δε μ’ αφήνουν κ πολύ χρόνο. Ήθελα τόσο πολύ να σε δω να γελάς πάλι κι αυτό ήταν κάτι που ήξερα να το κάνω καλύτερα απ’ τον καθένα. Κάπως έτσι, για μια στιγμή, σβήσαμε αυτά που μας χώρισαν.

Είδα πως πίσω απ’ την αδιαφορία που έβαλες μπροστά σ’ αυτή την αμήχανη βιαστική μας συνάντηση, έκρυβες ότι ακόμα με νοιάζεσαι. Τα μάτια σου, κάθε που συννέφιαζαν τα δικά μου για δυο στιγμές, τα ένιωθα να μου κάνουν όλες τις αγκαλιές που χάσαμε άδικα αυτόν τον καιρό.

Είχες πονοκέφαλο και δεν ήθελα να σε ζαλίζω. Σου εξήγησα πως ό,τι έγινε ήταν γιατί θα ήσουν καλύτερα μακριά μου. Ψέμα, μα ήθελα να προχωρήσεις. Γιατί κοντά σε σπασμένους ανθρώπους γεμίζεις ραγίσματα. Κι ούτε εσύ ούτε κανείς μπορούσε να με σώσει. Σου είπα πως θέλω να είσαι καλά κι ότι δεν ήταν ανάγκη να χώριζαν οι δρόμοι μας άσχημα. Καλά δεν ήταν όσα περάσαμε; Όμορφα δεν ήταν; «Όλα», μου απάντησες.

Φεύγοντας πριν μπούμε στα αμάξια και χαθούμε οριστικά σου φώναξα «Δε θα με αποχαιρετήσεις με μια αγκαλιά;». Αυτή η τελευταία αγκαλιά ήταν διαφορετική. Έκρυβε μέσα της όλα τα «Να ‘σαι καλά και να προσέχεις».

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη