Γράφει ο Έκτορας.

 

Κάθε βράδυ περπατάω χαμένος στις σκέψεις μου, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, για να φτάσω στο ίδιο μπαρ. Σ’ αυτό που κάπου ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες έχει και μία δικιά μας, απ’ την αρχή της σύντομης ιστορίας μας.

Οι κινήσεις μου πια μηχανικές, κάθομαι πάντα στην άκρη της μπάρας για να έχω τη φωτογραφία μας στο κάδρο μου και σκέφτομαι κάθε φορά τα ίδια πράγματα: «Γιατί, τελικά, δεν τα καταφέραμε; Γιατί δεν προσπαθήσαμε; Γιατί να με αποκοιμίζει κάθε βράδυ το ποτό κι όχι η αγκαλιά σου;».

Τα μεσημέρια συλλογίζομαι πως πρέπει να φανώ δυνατός σήμερα, αλλά όταν σκοτεινιάζει πνίγομαι, μόνο η γωνιά μου με χωράει, με συνοδεία το αλκοόλ ώσπου να με πάρει ο ύπνος. Κι ύστερα ένας φίλος καλός θα με μαζέψει και στη διαδρομή για το σπίτι θα μου πει ότι «αντιδρώ υπερβολικά, λες και δε θα γνωρίσω άλλη, λες κι ήρθε το τέλος».

Να, είναι που είχα ποντάρει πολλά σ’ εσένα κι οι αποστάσεις που κρατούσες με γέμιζαν αμφιβολίες πως τελικά δε θα τα καταφέρουμε μαζί. Όταν ένιωθες δυνατή δε με χρειαζόσουν κι εξαφανισμένη με άφηνες απλώς να κατηγορώ τον εαυτό μου. Είχα αποφασίσει να μείνω εδώ, να δουλέψω εδώ, για να μπορώ να είμαι δίπλα σου -κι ας έχανα ίσως μια πιο άνετη ζωή. Ήθελα μόνο να μ’ αφήνεις να σε νοιάζομαι συνέχεια και καμιά φορά –έστω σπάνια– να με ρωτάς και μένα αν είμαι καλά.

Κι όσο απομακρυνόσουν αγνοώντας με για μέρες, λες και σου ήμουν αόρατος, το «μαζί» ξεθώριαζε στα μάτια μου. Μα εγώ γι’ αυτό το «μαζί» έμεινα, χωρίς αυτό τι να την κάνω τη δουλειά, αν απορείς γιατί τα παράτησα.

Μέσα στο μήνα πρέπει να αποφασίσω και για το συμβόλαιο του σπιτιού και προσπαθώ να αποσπάσω μια κουβέντα σου που θα με πείσει, πως μπορούμε, τελικά, να ευτυχίσουμε εδώ. Τα μηνύματά μου, όμως, δε φτάνουν ποτέ κι οι κλήσεις μου μένουν πάντα αναπάντητες.

Θα πηγαίνω στο ίδιο μπαρ ασυναίσθητα και θα θολώνω για να με κάνει η εικόνα μας να χαμογελώ, να θυμάμαι μόνο τις αγκαλιές μας και να λαχταράω κάθε φορά που από μακριά φαίνεται πως πλησιάζει κάποια σαν κι εσένα. Μια στο τόσο θα σου κάνω κι εκείνο το τηλεφώνημα να σου λέω πως σ’ αγαπώ κι ας ξέρω πως πλέον δε μου το σηκώνεις.

Κι αν σε συναντήσω κάπου τελικά δε θέλω να πούμε τίποτα, μόνο να ξαναμπλέξουμε κι ύστερα θα τα καταφέρουμε. Εδώ, μαζί, όπως τα σχεδιάζαμε τις πιο όμορφες νύχτες.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη