Από το παράθυρο δε φαίνεται το φεγγάρι, σαν να χάθηκε απόψε. Λες κι έχει ραντεβού σε άλλη συνοικία, με κάποια άλλη τούτη τη νύχτα. Μοιάζει ακόμη πιο μαύρος ο ουρανός απ’ ό,τι συνήθως. Μια ψύχρα, ένα αεράκι κι η υγρασία χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο το ψύχος στο σώμα μου. Ίσα που λαμπυρίζουν λίγα αστέρια μες στη μουντίλα. Έτσι όπως φωτίζουν τα μάτια μιας ψυχής το σκοτάδι που έχω μέσα μου.

Κάπως απότομα ηχεί στα αφτιά μου κάτι όμορφο· μια γνωστή μελωδία που δεν μπορώ ακόμα να διακρίνω, αλλά με γεμίζει τόσο πολύ και γλυκαίνει το μέσα μου. Είναι ερεθιστική και ταυτόχρονα λίγο μελαγχολική, σαν το τελευταίο ποτό του καλοκαιριού σε συνοικιακό μπαράκι. Σαν να σφυρίζει ο αέρας που μπαίνει από τις χαραμάδες. Θυμάμαι τους πρώτους στίχους που ακούω και μου θυμίζει τα μέρη που περπατήσαμε αντάμα. Με γυρνά σε κάθε βράδυ που σου χάιδευα τα μαλλιά καθώς κοιμόσουν. Το άρωμα από το γιασεμί με επαναφέρει στο παρόν και μου φωνάζει πως ζω μια σαπουνόπερα. Αναζητώ επίμονα να δω πού κρύβεται το φεγγάρι, σαν να βλέπω μια λάμψη στο βάθος.

Περνά από το μυαλό μου σαν σκιά η θύμησή σου. Έχω καιρό βλέπεις να σε δω και ξεκίνησα να σε λησμονώ, να σε ψάχνω σε μουσικές, σε παραστάσεις, σε ξενύχτια με φίλους και νύχτες που μυρίζουν γιασεμί -και ξίδια, κυρίως ξίδια. Αναζητώ τη φωνή σου σε δρόμους, πλατείες και μαγαζιά κι όποτε ακούω κάποια που της μοιάζει, γυρνάω το κεφάλι και κάνω μια νοερή αγκαλιά στον εαυτό μου για να προετοιμαστεί -δε θα σ’ ακούσει ούτε σήμερα. Μονάχα το σφύριγμά σου σε κάποιο όνειρο θα γευτεί, μαζί με το νέκταρ σου που του έλειψε. Γυρίζουν στο νου μου οι σκέψεις που ποτέ δεν μπόρεσες να μου εκφράσεις. Αυτές που δεν ακούστηκαν, δε σμιλεύτηκαν και δε λατρεύτηκαν.

Και τέλος πάντων μου λείπεις. Είτε έφυγες, είτε έφυγα δεν έχει αξία. Ούτε ποιος ενοχλείται μ’ αυτήν την κατάσταση έχει. Σημασία έχει πως δεν ανταλλάσσουμε υγρά και δε γελάμε αγκαλιά τα βράδια. Το φεγγάρι σβήνεται τελείως και μαζί του σβήνεσαι κι εσύ και δε γουστάρω. Όταν ξεκίνησαν όλα μου είπες πως θα πίνουμε κρασί στο μπαλκόνι κάθε καλοκαίρι, όχι μόνο ένα. Όταν πηγαίναμε μαζί στη δουλειά τα πρωινά και μαλώναμε για το ποιος κάνει καλύτερο καφέ, είχε περισσότερη πλάκα από τώρα. Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά το προκαλέσαμε εμείς, τίποτα άλλο.

Ήταν ωραία και στο ενδιάμεσο πάντως, όχι μόνο στην αρχή. Είχε ενδιαφέρον το όλο story. Εσύ μου μάθαινες να χρησιμοποιώ έτσι τη γλώσσα κι εγώ για ανταμοιβή έκανα εξάσκηση σε κείμενα ατελείωτα -και πάνω σου. Εγώ σου μάθαινα γαλλικά που τα σιχαινόσουν, λίγη κιθάρα και ν’ ανοίγεσαι -κυρίως αυτό. Μαγειρεύαμε μαζί, φωνάζαμε, μαλώναμε, τρώγαμε γλυκό και παγωτό και πηγαίναμε σε κάθε βραδινή προβολή ταινίας του Σαββάτου. Μαζεύαμε λεφτά γι’ έναν καναπέ που τώρα δε θέλω να σβήσω κάθε τσιγάρο πάνω του και βγαίναμε για περπάτημα τις Κυριακές το πρωί. Ελπίζαμε σ’ έναν Αύγουστο και του αφιερώναμε τις καλοκαιρινές μας εξορμήσεις στη φύση με κιθάρες.

Ήμασταν ένα απλό ζευγάρι και ξαφνικά δεν ήμασταν καθόλου ζευγάρι. Κι είμαι εντάξει μ’ αυτό αν θέλεις να ξέρεις, αλλά ακόμη με τρυπάει το αεράκι στο μπαλκόνι, ακόμα ακούω αυτήν την σαχλή μελωδία κι ίσως να κλαίω και λιγάκι. Το φεγγάρι θα φανεί ξανά αύριο κι εσύ όχι, τα αστέρια θα χαρούν για την παρέα τους κι εγώ θα ψάχνω τη δική μου. Ίσως πάρω τελικά απόφαση να μη βγαίνω στο μπαλκόνι και να κρατάω το παράθυρο κλειστό.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου