Γράφει η Χ.
Αγάπη μου. Πόσο μου ‘λειψε να σε λέω έτσι. Πόσο μου ‘λειψες εσύ, η μυρωδιά σου, η φασαρία σου. Πόσο μου έλειψα εγώ όταν ήμουν στο πλάι σου. Ξέρεις, αυτή η τελευταία για μας συνάντηση –όσο κι αν την πνίγω, όσο κι αν μέσα στη μέρα τη θάβω στο πίσω μέρος του μυαλού μου– έρχεται και με σκουντάει ξανά και ξανά, με γεμίζει με σένα.
Προσπάθησα να σου δείξω πόσο καλά ήμουν. Πως περνώ καλά και μακριά σου. Ίσως να σε ξεγέλασα. Γιατί να δεις στο λίγο χρόνο που θα βλέπαμε ο ένας τον άλλο την πραγματική αλήθεια; Γιατί να σου ‘λεγα πως σε κάθε δύσκολη στιγμή έκλεινα τα μάτια κι ήσουν ακριβώς εκεί; Γιατί να σου ‘λεγα πως δεν ξέχασα. Τι θα κερδίζαμε, ε;
Κι αυτές οι ματιές. Αυτές που σου μίλαγα και μου μίλαγες πίσω. Αυτές σου είπαν πως εγώ μόνο μαζί σου θα συνεχίσω να ζω. Πως ό,τι κάνω, ακόμα το κάνω για μας. Κι ας το είχαμε στα σκαριά όταν σκορπίστηκε απ’ το χαρακτήρα μας. Αυτόν που «όχι» δε δεχόταν να ακούσει. Αυτόν που για δυο ψωροεγωισμούς μας τέλειωσε.
Κι είναι πραγματικά λυπηρό, σ’ αυτή τη μικρή σύντομη διαδρομή που ζούμε και βαδίζουμε, να μην είμαστε μ’ αυτούς που αγαπάμε. Να μην ξυπνάμε δίπλα τους κάθε πρωί. Να μην τους χαϊδεύουμε τα μαλλιά και το βράδυ να μην τους παίρνουμε αγκαλιά να τους ρωτάμε πώς ήταν η μέρα τους. Μα πιο λυπηρό απ’ όλα είναι που ακόμα πιστεύω πως αυτά θα τα ξαναζήσουμε.
Γιατί, αυτό δε μου είπες; Πως τα τίναζα όλα στον αέρα και μετά τα έφτιαχνα. Κι ας σου είπα εκατό φορές πως η φυγή για μένα, ήταν για χρόνια ο μόνος δρόμος. Μη δεθώ, μη δοθώ, μην πληγωθώ. Μην αγαπήσει η καρδιά κι έχει κάτι τόσο πολύτιμο να χάσει. Και μέσα στο δρόμο της φυγής, ήρθες εσύ.
Ήρθες να μου θυμίσεις πώς είναι για μας τα αγρίμια που τρέχουν στα σκοτάδια κυνηγημένα, να υπάρχουν δρόμοι. Να μην υπάρχουν φόβοι και να μην υπάρχουν σκοτάδια να κρυφτούμε. Ξέρεις τι ήσουν; Ήσουν ο ήλιος, που δεν μπορεί κανείς να τον κοιτάξει κατάματα για πολύ ώρα. Που αν πλησιάσεις πολύ θα καείς. Που ξέρεις πως δεν πρέπει μα δεν μπορείς να μη θαυμάσεις το μεγαλείο του. Δεν μπορείς να μη νιώσεις τη ζεστασιά του. Σαν τουρίστας ζαλισμένος και καμένος απ’ τον ήλιο έγινε η καρδιά μου.
Και σ’ αγάπησα όπως δεν ένιωσα αυτή τη λέξη ποτέ. Γιατί όταν στην έλεγα, ήταν αλλιώτικη στα χείλη μου. Έκρυβε πάντα το φόβο μη σε χάσω. Κι ήθελα να έφευγες από κοντά μου. Μη μολυνθείς απ’ τη μαυρίλα της ζωής που μεγάλωσα. Γιατί ήμουν σπασμένη. Γιατί μεγάλωσα δύσκολα. Γιατί δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να πολεμώ από παιδί. Τι δουλειά είχες εσύ με τόσα κομμάτια μέσα μου; Και τη μισούσα τη λύπηση. Τη σιχαινόμουν τόσο που ορκίστηκα να μην την αισθανθώ για κανέναν ποτέ. Και για τον μόνο άνθρωπο που την ένιωσα ήταν για τον εαυτό μου.
Σε ευχαριστώ για ό,τι όμορφο ένιωσα κοντά σου. Που ήσουν το χρώμα στις γκρίζες μου μέρες. Που ήσουν ο λόγος να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Να ξέρεις πως το «σ’ αγαπώ» θα στο κρατώ για πάντα δικό σου.