Γράφει η Δημητριάνα.
Γεννήθηκα σε ένα όμορφο σπίτι, δίπλα σε αγαπημένους ανθρώπους, που μου έδειξαν αρχές, επικρότησαν το κάθε σωστό μου και με έμαθαν λέξεις που κουβαλάω ακόμα μέσα μου: μια «συγγνώμη» κι ένα «ευχαριστώ». Από μικρή, έπαιζα στα χωράφια απέναντι με τους παιδικούς μου φίλους, χτίζαμε ξύλινα σπιτάκια, κάναμε βόλτες όλη μέρα με τα ποδήλατά μας. Δεν είχαμε τηλέφωνα, δεν ξέραμε τα social media, εξερευνούσαμε τη φύση, χτυπούσαμε τα γόνατά μας και γυρίζαμε σπίτι μας κλαίγοντας με βρόμικα ρούχα.
Έπειτα, στο γυμνάσιο δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα, απλά πλέον δεν παίζαμε κρυφτό και κυνηγητό. Μέναμε λίγο στο σπίτι για να διαβάσουμε, αλλά το ραντεβού με την παρέα κάθε απόγευμα έμεινε σταθερό. Συναντήσεις για ποδηλατάδες κι ευκαιρία να συζητήσουμε τα δικά μας.
Αργότερα, η εφηβεία μας άλλαξε. Σίγουρα ήμασταν πιο αντιδραστικοί προς τους γονείς μας, είχαμε απορίες να λύσουμε ενώ αναζητούσαμε τον εαυτό μας. Ήταν τότε που άρχισαν οι ερωτήσεις για πολλούς από εμάς, ακόμα κι οι ανησυχίες για την εμφάνισή μας. Τυχεροί όσοι από εμάς περάσαμε αυτή την ανασφάλεια παρέα με τους παιδικούς μας φίλους, βλέποντας τον καθένα από εμάς να μεγαλώνει και να αλλάζει χαρακτήρα κι εαυτό, ενώ μέναμε ο ένας δίπλα στον άλλον.
Στο λύκειο κάναμε την πρώτη μας σχέση και νιώσαμε πως ο χρόνος σταμάτησε, πως χωρίς κάποιους ανθρώπους δεν υπήρχε αύριο. Οι άνθρωποί μου μού μιλούσαν για ενθουσιασμό, αλλά παράλληλα ήμουν ξεροκέφαλη για να καταλάβω τι μου άξιζε, πώς πρέπει να αποδέχεσαι, να υποχωρείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανέχεσαι μείωση του εαυτού σου ή διαμελισμό των συναισθημάτων σου για την ψυχική ηρεμία τρίτων.
Στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, σε κάθε επιστροφή μου μετά το σχολείο με περίμενε ένα ζεστό φαγητό κι ένα χαμόγελο, πράγματα για τα οποία είμαι πραγματικά ευγνώμον. Γιατί αυτός είναι ο πλούτος, να ΄χεις ένα σπίτι, την οικογένειά σου κι ένα πιάτο φαγητό κι ας τα θεωρούμε δεδομένα ενώ τόσοι τα στερούνται ή δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τα ζήσουν.
Ο καιρός περνούσε χωρίς να το καταλάβουμε, μέχρι που έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουμε τα μαθητικά τα χρόνια και να επιλέξουμε τις σπουδές μας. Θα πηγαίναμε σε πανεπιστήμιο κοντά στην πόλη μας ή θα αλλάζαμε δύο αεροπλάνα για να φτάσουμε στο νέο μας «σπίτι»;
Πάντα το σπίτι αυτό, το φοιτητικό, θα το έχω σε εισαγωγικά κι όσοι φύγατε απ’ το πατρικό σας για να σπουδάσετε κάπου μακριά, καταλαβαίνετε το γιατί. Φύγαμε γιατί θέλαμε, χτίζουμε μια παράλληλη καινούργια ζωή, ενώ σκεφτόμαστε διαρκώς εκείνη που αφήσαμε πίσω μας. Την οικογένειά μας, τους φίλους μας που θα κάναμε καιρό να ξαναδούμε, τη σχέση μας αν είχαμε, ακόμα και το δωμάτιό μας.
Όσο κι αν προσπαθήσαμε να γεμίσουμε το νέο μας σπίτι με φωτογραφίες, ή ακόμα κι αντικείμενα απ’ την παλιά μας ζωή για να γίνει πιο οικείο, τίποτα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει το σπίτι μας. Όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται, πέρα από πρόσωπα, μας λείπουν κι αντικείμενα.
Είναι αλήθεια πως το να ζεις μόνος τη φοιτητική σου ζωή είναι μια σπουδαία νέα αρχή για το καλό σου κι εκτός απ’ τα θετικά του να παίρνεις τη ζωή στα χέρια σου και να φτάνεις πιο κοντά στην ανεξαρτητοποίησή σου, κάνεις περισσότερο κουμάντο με τον εαυτό σου, σε μαθαίνεις καλύτερα. Είναι, όμως, και τόσα που αφήνεις πίσω σου.
Ο αδελφός μου δε μου χτυπά πια την πόρτα για πείραγμα ούτε του φωνάζω να με αφήσει ήσυχη, ενώ βάζουμε τα γέλια. Ούτε φυσικά οι παιδικοί μου φίλοι ούτε ο πρώτος μου έρωτας. Κανείς δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει με μια οθόνη. Τα πράγματα είναι πλέον διαφορετικά, γιατί το «σπίτι μας» δε θα μυρίζει ποτέ τη μαγεία του μεσημεριανού οικογενειακού γεύματος ούτε την ταινία στο σαλόνι με την κουβέρτα, την κόρνα έξω απ’ το σπίτι «βγες, θα πάμε για καφέ».
Η κάθε αρχή είναι δύσκολη, λοιπόν, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τους τέσσερις τοίχους ζεστασιάς, την οικογένειά μας, τους παιδικούς μας φίλους. Κι ακόμα κι εγώ αν άλλαξα ως άνθρωπος, αφού όλοι αλλάζουμε, οι αναμνήσεις μένουν πάντα ίδιες.
Γιατί η κάθε στιγμή είναι μοναδική, κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, κάθε ανάμνηση είναι σφραγισμένη για πάντα στον τόπο που μεγαλώσαμε, στον τόπο που πάντα θα επιλέγουμε να γυρνάμε.