Γράφει η Τζένη
Στο κουδούνι δε γράφει πλέον τα ονόματά μας. Εκείνο το χαρτάκι που εγώ είχα γράψει με γράμματα καλλιγραφικά και εσύ είχες τοποθετήσει με τόση μαεστρία, εκείνο που στο πέρασμα του χρόνου ξεθώριασε και δύσκολα μπορούσε κανείς να διαβάσει, τώρα πια δε βρίσκεται εκεί. Το έβγαλα εγώ λίγο μετά τη μετακόμιση. Δε χρειαζόταν ν’ αφήσουμε ίχνη στους επόμενους, στο ζευγάρι που θα ‘κανε όνειρα στον συγκεκριμένο χώρο, στον φοιτητή ή φοιτήτρια που θα πήγαινε να κουρνιάσει με το αμόρε εκεί που άλλοτε καθόμασταν εμείς, στην οικογένεια που θ’ άφηνε τα παιδιά της θα παίξει στους χώρους που περνούσαμε τα βράδια αγκαλιά.
Το άφησα το σπίτι και ήθελα να σου το πω. Από τότε που τα μάζεψες κι έφυγες λίγο μετά τον χωρισμό, νομίζοντας πως μου άφηνες τον χώρο ελεύθερο και μου ‘κανες και χάρη, το σπίτι αυτό δεν ήταν πια το σπίτι μου. Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που το διαλέξαμε μαζί, τότε που αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε. Είχαμε δει και απορρίψει καμιά εικοσαριά, μα το χαμόγελό μου που το συνόδεψε το καταφατικό νεύμα σου ήταν αρκετά για το κλείσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχαμε συνεννοηθεί εμείς οι δυο βουβά πως τούτη θα γινόταν η φωλίτσα μας.
Το γούστο σου και το γούστο μου συνδυάστηκαν, διαμορφώσαμε τους χώρους λαμβάνοντας υπόψιν τις ανάγκες και των δυο. Το γραφείο μου στον έναν χώρο, το δικό σου στον άλλο. Μισή ντουλάπα δική μου κι άλλη μισή δική σου. Το σπίτι αυτό ήταν απ’ την αρχή κατά το ήμισυ δικό μου. Κι αυτό ήταν που με ‘κανε να το αγαπήσω. Ότι δε μου ανήκε ολόκληρο, ότι το μοιραζόμουν με σένα, μ’ ένα πρόσωπο ιδιαίτερα σημαντικό.
Τα φτιάξαμε όλα απ’ το μηδέν κι όταν έφυγες και μάζεψες τα δικά σου, γιατί εμείς οι δυο δεν τα βρήκαμε και το μεταξύ μας δεν καταφέραμε να το κρατήσουμε τελικά, μου πες πως τώρα πια θα μπορώ ν’ αξιοποιήσω και τον δικό σου χώρο. Ακόμα το σκέφτομαι και γελάω. Νομίζεις πως το ήθελα; Τι να το κάνω το σπίτι μας χωρίς εσένα μωρό μου;
Κάθε γωνιά και αναμνήσεις, κάθε σημείο και μια φορά που κάναμε έρωτα. Παντού εμείς στα συγκεκριμένα τετραγωνικά και πια αυτά που αναλογούν σε μένα μου περισσεύουν. Μαζί ήρθαμε σ’ αυτό το σπίτι, μαζί λοιπόν και θα φεύγαμε. Εσύ δε με περίμενες, μα λίγες μέρες μετά από σένα έκανα βαλίτσες κι έψαξα γι’ αλλού. Νόμιζες πως θα έμενα εκεί που όλα θύμιζαν εσένα; Όχι πως έτσι θ’ αργούσα να σε ξεπεράσω ή πως δε θα τα κατάφερνα, μα γιατί θέλω να ξεκινήσω απ’ το μηδέν, να μην αφήσω λογαριασμούς μας ανοιχτούς.
Ο,τι ζήσαμε εμείς οι δυο ζήσαμε. Είπαμε αντίο και γράψαμε το δικό μας φινάλε. Με αξιοπρέπεια, χωρίς τσακωμούς και πισωγυρίσματα. Δεν ήθελα να σου πως ότι μου λείπεις, αλλά ήθελα να μάθεις ότι μετακόμισα. Γι’ αυτό λοιπόν άπαξ και με ψάξεις ποτέ μην ξαναρθείς στην ίδια διεύθυνση. Κάποιοι άλλοι θα μένουν πια εκεί κι ίσως ένας νέος έρωτας να ‘χει γεννηθεί. Το δικό μου το κουδούνι, με γράμματα που δεν έχουν προλάβει να ξεθωριάσουν, μεγάλα, να πιάνουν και τον χώρο τον δικό σου, γράφει πλέον σ’ ένα μικρό χαρτάκι ένα μονάχα όνομα. Κι αυτό δεν είναι άλλο απ’ το δικό μου.