Γράφει η Ισμήνη Κοντού.
Δεν αλλάζει κάτι με το να διαβάζω τα μηνύματά σου ξανά και ξανά. Λέξεις που ανταλλάξαμε κάτι μήνες πριν και έναν αιώνα.
Νόμιζα πως αν σκέφτεσαι κάτι πάρα πολύ, τότε αυτό συμβαίνει. Όχι;
Δηλαδή, θες να μου πεις πώς, αν κοιτάω επίμονα τις φωτογραφίες σου –που πώς και για ποιο λόγο βρέθηκα με τόσες φωτογραφίες σου εγώ, ποτέ δεν το κατάλαβα– δε θα εμφανιστείς ξαφνικά στην πόρτα μου; Δε θα σε βρω να με περιμένεις στα σκαλιά του σπιτιού μου;
Δεν αλλάζει κάτι, έτσι δεν είναι;
Τι είναι η θύμηση, τελικά; Ύπουλη και σκοτεινή και, όμως να σκορπάει τόσο φως στη σκέψη σου.
Λένε πως αν ο έρωτας είχε χρώμα, αυτό θα ήταν το κόκκινο του πάθους. Εγώ όμως, αγάπη μου, δεν συμφωνώ με αυτό. Αν ο έρωτας ήταν χρώμα, θα ήταν το απόλυτο λευκό. Πού σε τυφλώνει. Λευκό, εκτυφλωτικό και αθώο.
Βλέπεις, το μυαλό μας παίζει ύπουλα παιχνίδια και εκεί που νομίζεις πώς το ‘χεις μαντρώσει το πράγμα, πώς το ελέγχεις και είσαι από πάνω, εκεί ακριβώς σου δίνει μία και σε ρίχνει στα πατώματα.
Γιατί κανείς ποτέ δεν μπορεί να ελέγξει τις σκέψεις.
Καμία αυθυποβολή, κανένας αντιπερισπασμός σε σώματα ξένα, άδεια από εσένα. Καμία ηδονή σαν τη δική σου και κανένα φιλί σαν τα φιλιά σου.
Αυτή τη θέρμη της αγκαλιάς σου αναζητώ και απόψε θα στα παραδεχτώ όλα.
Γιατί απόψε, αγάπη μου, η απουσία σου με πνίγει. Κάθε μου σκέψη κύμα και με παρασέρνει όλο και πιο μακριά. Όλο και πιο κοντά σε σένα.
Και τι θα γινόταν, άραγε, αν σε συναντούσα απόψε;
Ποια δύναμη θα ένωνε τα σώματα μας και ποιες λέξεις θα ξεστόμιζαν τα χείλη μας;
Στην αρχή τα μάτια θα ήταν κλειστά. Πάντα είναι κλειστά. Έπειτα δειλά-δειλά ανοίγουν. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τα βλέφαρα. Κι ύστερα, διάπλατα ανοιχτά. Να ενώνονται τα βλέμματα και οι ματιές. Να βυθίζονται σε ωκεανούς.
Πολλές φορές απέφευγα τη ματιά σου. Δε τολμούσα να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβόμουν. Είχες τόσο πολύ κοιτάξει μέσα μου, ακόμα και αν δεν το καταλάβαινες, που πίστευα, πως εάν σε κοιτάξω, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, θα μ’ έκαιγες.
Δεν ξέρω, αν μπορείς να τ’ αντέξεις όλα αυτά που σου λέω. Αλλά, όπως σου είπα, απόψε θα στα πω όλα. Μόνο αλήθειες σήμερα, μάτια μου. Και ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσεις από εμένα.
Κι όλα αυτά νηφάλια. Αλλά και ταυτόχρονα μεθυσμένη από το άρωμα και τ’ άγγιγμά σου. Και, ξαφνικά, υπάρχουν μέρες που ανήκουν μόνο σε σένα, γιατί αυτές είναι οι μέρες που σε βλέπω. Χρόνος ενεστώτας, γιατί έτσι νιώθω.
Απόψε, που μου λείπεις. Πού η ανάγκη να σε δω ολοένα και φουντώνει και ο πόθος μου για σένα σχοινί και με πνίγει.
Πιστεύεις, ότι το σύμπαν πολεμάει για τις ψυχές, που θέλουν να είναι μαζί; Κάποια πράγματα είναι πολύ δυνατά για να τα αποκαλέσεις συμπτώσεις. Θα τα ονομάσω, ωστόσο, καλοκουρδισμένες, ωρολογιακές βόμβες που περιμένουν να ανατιναχθούν από στιγμή σε στιγμή.
Κάπως έτσι μπήκες στη ζωή μου.
Και υπάρχουν ένα σωρό, μικρά, χαζά πράγματα που σε θυμίζουν και έχουν τρυπώσει ύπουλα στην καθημερινότητά μου. Χωρίς να το καταλάβω, εισέβαλλες στην πραγματικότητά μου. Και γιατί, παρακαλώ όλα αυτά? Επειδή τρύπωσες χωρίς να το καταλάβω, έτσι γιατί γούσταρες και εγώ σε άφησα.
Αλλά όχι, είπαμε, θα σου κάψω το σπίτι, επειδή μπορώ και στην τελική, γιατί έτσι, ίσως, και να ‘ρθεις να μείνεις μαζί μου επιτέλους.
Λοιπόν, αν με ρωτάς, πως πιστεύω ότι θα ήταν το happily ever after μας, θα σου απαντήσω, καταρχήν ότι θα ήμασταν μαζί.
Προφανώς και θα ήμασταν μαζί. Όχι, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ενδεχομένως, αν και ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά για όσο θα διαρκούσε, θα ήταν γαμάτα!
Γιατί καυλώνω με την πάρτη σου. Σε βλέπω απέναντί μου και δε βλέπω την ώρα να μπεις μέσα μου. Με κοιτάς και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να τραντάξει ολόκληρο το κορμί μου. Χωρίς καν να με αγγίξεις. Μόνο και μόνο στη σκέψη σου.
Σε θαυμάζω, ξέρεις. Θαυμάζω, ό,τι κάνεις. Που ασχολείσαι με χίλια δυο πράγματα. Που ψάχνεσαι. Που σ’ αρέσει να δημιουργείς.
Ναι, τώρα πια, μπορώ να το παραδεχτώ. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Δε ξέρω πως συνέβη αυτό. Υποθέτω, όμως, όπως γίνεται πάντα. Αναπάντεχα, από ‘κει που δεν το περιμένεις. Ε, κάπως έτσι με βρήκε και εμένα το κακό.
Και να σου πω και κάτι; Σε σένα τα βρήκα όλα. Έναν άντρα να μου αρέσει, να τον γουστάρω, να μαθαίνω από αυτόν και να γελάω. Κυρίως, να γελάω. Να ‘μαι χαρούμενη.
Αλλά βλέπεις, όλα αυτά, δεν είναι δικά μου πια. Βασικά, ποτέ δεν ήταν. Απλά, τα δανείστηκα για λίγο καιρό.
Αυτή την ευτυχία, όμως, μωρό μου, εγώ δεν την αλλάζω για λίγα κρεβάτια δανεικά. Θέλω το απόλυτό σου! Το κορμί σου, το μυαλό σου, το χρόνο σου.
Θέλω να με σκέφτεσαι και να μη μπορείς να ηρεμήσεις από τον πόθο. Να μη σε παίρνει ο ύπνος, όταν είσαι μακριά μου. Να αναρωτιέσαι τι κάνω κάθε λεπτό που δεν είμαστε μαζί. Να με διεκδικείς και να μην έχεις μάτια για καμιά άλλη.
Δε μου αρκεί ένα βράδυ. Δε μ’ αφορά να ‘ρχεσαι για λίγο και έπειτα να φεύγεις πάλι. Να μετρώ τα σημάδια σου πάνω μου, σαν τρόπαια ή σαν λάφυρα. Τα θέλω όλα πια! Θέλω να τα ζήσω όλα μαζί σου, και τα cult και τα ωραία και τα μοιραία.
Τώρα ξέρεις, λοιπόν. Εγώ ότι ήταν να σου πω, στο ‘χω ήδη πει. Σειρά σου τώρα, αν μ’ άκουσες, να ‘ρθεις.
Και αφού, όλα τα ‘μαθες απόψε, όσα έγραψα για σένα, τα καίω στη φλόγα του κεριού μέχρι να γίνουν στάχτη, ώστε να μην υπάρχει καμία απόδειξη για το πόσο πολύ σε θέλησα αυτό το βράδυ.
Εμείς, αγάπη μου, τελειώσαμε. Βρες άλλα μάτια να παιδεύεις. Οι δρόμοι μας δεν πρόκειται να διασταυρωθούν ξανά, παρά μόνο όταν το αποφασίσω εγώ.