Γράφει η Αντιγόνη.
Καμιά φορά – όπως απόψε– έρχεσαι στο μυαλό μου και με κυριεύουν οι ενοχές. Είναι σαν να βλέπω τα μάτια σου μπροστά μου να με κοιτούν και πάλι με όλη αυτήν την απογοήτευση που με κοίταξες όταν σου ζήτησα να χωρίσουμε. Ήταν σαν να έβλεπα μέσα απ’ τα μάτια σου, μέσα απ’ τη θλίψη σου, την καρδιά σου να συνθλίβεται.
Όχι, δεν το απόλαυσα, δεν είμαι καμία σαδίστρια ούτε ήταν αυτός ο σκοπός μου. Σου είπα να βρεθούμε, δε σου είπα ότι θέλω να μιλήσουμε. Δεν μου αρέσουν οι κοινοτυπίες ούτε ήθελα να το σκέφτεσαι σε όλη την διαδρομή. Ήθελα να σε κοιτάω στα μάτια γιατί αυτό μου επέβαλε η συνείδησή μου και να σου πω την αλήθεια μου. Δεν ήταν όμορφη, το ξέρω. Δεν ήταν κι εύκολη να την εκφράσω, αλλά ήταν η αλήθεια, πώς θα μπορούσα να την κρύψω;
Δε σ’ αγάπησα. Δεν ήμουν ερωτευμένη. Δε μου αρκούσες. Δεν ήταν η σχέση μας αρκετή για μένα. Βαρέθηκα. Εσένα, τη σχέση μας, δεν ξέρω τι, αλλά βαρέθηκα. Σε έβρισκα καταπιεστικό και γκρινιάρη. Ένιωθες πως ερχόσουν δεύτερος, πως σε παραμελώ και πως δε σε θέλω αρκετά. Είχες δίκιο. Μα δε θα άλλαζα για σένα. Δεν το είχα μέσα μου. Τι να συζητάμε; Δεν το είχαμε.
Σκέφτηκες πως σε απατάω. Λίγο με έθιξε και που σου πέρασε απ’ το μυαλό. Χωρίς να έχω κάτι στα σκαριά, σε χώρισα. Αφού δεν ένιωθα όπως εσύ. Ποτέ δεν ένιωσα όπως εσύ.
Ακόμα θυμάμαι την οργή σου όταν εμφανίστηκες απροειδοποίητα μετά τον χωρισμό μας. Ακόμα με πιάνει ταχυπαλμία όταν σκέφτομαι εκείνο το βράδυ. Με φόβισες, δε με κέρδισες πίσω. Κι όχι, δεν εντυπωσιάστηκα που ήρθες να με βρεις γιατί δεν είμαι ο ρομαντικός τύπος. Μου έλεγες τόσα και τόσα, φώναζες, έκλαιγες, έκλαιγα κι εγώ. Θες από φόβο, θες γιατί ένιωθα άσχημα, πάντως έκλαιγα. Χτυπούσες εξαγριωμένος το τιμόνι καθώς οδηγούσες -νόμιζα πως θα μας σκοτώσεις-, ήθελες να τα ξαναβρούμε, με ήθελες πίσω. Σου ζητούσα συγγνώμη που δεν είχα άλλο συναίσθημα, απολογούμουν διαρκώς. Πήγες να με φιλήσεις κι ήμουν παγωμένη, απόμακρη. Δεν το άντεξες. Ένιωσα πως σε διέλυσα. Μάλλον το έκανα. Άθελά μου το έκανα.
Λίγες μέρες μετά το χωρισμό μας πήρες το μηχανάκι και πήγες στη δουλειά. Το προηγούμενο βράδυ έπινες με τους φίλους σου. Το έκανες συχνά αφού χωρίσαμε -μου το έλεγαν τα μεθυσμένα σου μηνύματα και το επιβεβαίωναν οι φίλοι σου. Όμως το πήρες το μηχανάκι. Δεν έφτασες στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Σε χτύπησε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Με πήρες τηλέφωνο απ’ το νοσοκομείο. Δεν απάντησα, δεν ήξερα πως είχες σπάσει ένα πόδι και μερικά πλευρά. Καλύτερα. Γιατί θα ερχόμουν να σε δω και θα ήλπιζες σε κάτι ακόμα.
Μου έστειλες μήνυμα στο Facebook και μου τα είπες, όχι για το αλκοόλ -αυτό μου το είπε ο κολλητός σου για να σε βρω, μα δεν το έκανα. Δεν το έκανα γιατί δε σ’ αγαπάω όπως θες εσύ να σ’ αγαπώ. Δε θέλω το κακό σου, δε σου ευχήθηκα κάτι τέτοιο. Απλά δεν είμαι για σένα. Δεν ήμουν εγώ για σένα. Δεν ήσουν κι εσύ για μένα.
Με το ζόρι δε γίνεται, με νιώθεις; Δεν αγαπώ κατά παραγγελία ούτε έχω κανένα διακόπτη να ερωτεύομαι κατά βούληση. Δεν είχα άλλο. Δεν είχα. Δε σε ήθελα, ποτέ δεν ήθελα εσένα όσο εσύ εμένα. Έπρεπε να το περιμένεις. Εγώ ήμουν αυτή που ξεγλίστρησε μεσάνυχτα απ’ το σπίτι σου, που δεν είπε «σ’ αγαπώ», αλλά «είναι νωρίς ακόμα», που δεν ήθελε διακοπές μαζί σου, που όταν μιλούσες για οικογένεια σου έλεγε «όχι μαζί μου». Ήμουν απείρως ειλικρινής απέναντί σου, κι ας σε πονούσε, κι ας με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήθελες μετά να μείνουμε φίλοι. Ήθελες να έχουμε επαφή, να ξέρεις πώς είμαι και πώς περνάω. Με διαβεβαίωνες πως δε νιώθεις κάτι παραπάνω, αλλά δε σε πίστευα. Δεν ήθελα να σε πιστέψω. Δεν άντεχα να σε πληγώσω πάλι αργότερα. Σε σκότωσα μία φορά. Δεν ήθελα να το επαναλάβω.
Δε στο ‘πα ποτέ, αλλά ξέρω πώς ένιωθες. Ξέρω πώς είναι να θες κάποιον πολύ κι εκείνος λίγο ή καθόλου. Η διαφορά ήταν πως στη δική μου περίπτωση κανείς δεν είχε την ευγενή καλοσύνη να είναι ειλικρινής. Προτίμησα να φανώ σκληρή, κακιά, αναίσθητη παρά ανειλικρινής. Δε σε σκέφτομαι τώρα γιατί μετάνιωσα για κάτι. Κάθε άλλο.
Σε σκέφτομαι γιατί μαθαίνω πως είσαι μόνος ακόμα και νιώθω υπεύθυνη. Σαν να σε «ράγισα» ανεπανόρθωτα. Νιώθω τύψεις για τη δική σου μοναξιά κι ας υπάρχει περίπτωση να είναι καθαρά θέμα τύχης. Νιώθω τύψεις γιατί δεν είχα καθόλου έρωτα ή αγάπη να σου δώσω, αντ’ αυτού σου έδωσα αλήθεια και νομίζω πως με ένα-δυο ψέματα μπορεί να ήσουν πιο ευτυχισμένος.