Γράφει η Χρυσοβαλάντω.
Ήταν Οκτώβριος, λίγο πριν τις ημέρες των γενεθλίων μου, τότε που πρωτοεμφανίστηκε το συναίσθημα. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα εκείνο το διάστημα. Μια γνωριμία μέσα από αυτές τις χαζές εφαρμογές που μπαίνεις απλά να περάσεις χρόνο, να γελάσεις λίγο με τις τρελές περιπτώσεις που θα πετύχεις. Κι όμως, βρέθηκε εκείνο το πρόσωπο μέσα στους τόσους ανθρώπους και στα τόσα μηνύματα που έκανε τη διαφορά. Που έκανε να ακουστεί το κλικ. Είχε τον τρόπο του, ήταν καλός στα παιχνίδια του μυαλού. Δεν ήταν θέμα εικόνας, αυτή δεν εντυπωσίασε αρχικά, μα μάγευε με το παιχνίδι που είχε ξεκινήσει· κι έτσι αφέθηκα.
Ξεκίνησαν όλα τόσο ιδανικά και με ενθουσιασμό παιδιού στην παιδική χαρά! Βλέπεις, είχα καιρό να φλερτάρω με κάποιον που στο μυαλό μου μέσα ακούμπαγε το αψεγάδιαστο! Μιλούσαμε όλη μέρα με μηνύματα και τηλέφωνα, μέχρι που έφτασε η ημέρα να βρεθούμε από κοντά. Η πρώτη συνάντηση έφερνε κάπως στην πρώτη επαφή. Μια εικόνα που δε μάγεψε, μα είχε τον τρόπο να κερδίσει εντυπώσεις κι από εκεί που δεν το περίμενα, άρχισε η σχέση. Μετά ήρθε η βιασύνη. Έτρεχε η σχέση, λες και υπήρχε κάποιο μετάλλιο στο τέρμα του δρόμου και μόνο αν σπάγαμε τα κοντέρ θα καταφέρναμε να το κερδίσουμε. Από εκεί που δε γνωριζόμασταν ακόμα, φτάσαμε σε σημείο να μένω κάθε μέρα σπίτι του, να κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Τρομακτικό έτσι; Για εμένα ήταν, κυρίως γιατί όταν τρέχεις με όλη τη δύναμή σου, η πίστα τελειώνει γρήγορα. Και έτσι έγινε και με εμάς. Δύο μήνες μονάχα αργότερα, δώσαμε τέλος σε αυτό που είχαμε ονομάσει «σχέση».
Η σκέψη του τέλους ενοχλούσε το μυαλό μου όσο ένα κουνούπι στη μέση της νύχτας που τριγυρίζει γύρω από το αυτί. Μετάνιωσα για το τέλος που δόθηκε. Πες το εγωισμός, πες το συνήθεια, αλλά αρνούνταν ο εγκέφαλος να συμβιβαστεί. Κι ίσως να αναρωτιέσαι πότε πρόλαβα να ερωτευτώ μέσα σε δύο μήνες, μα να σε ενημερώσω πως το συναίσθημα δεν κοιτάει ημερολόγια ούτε και στήνει χρονόμετρα για να δει πότε να έρθει. Κι ως γνωστών, συναίσθημα κι εγωισμός είναι συχνά ασυμβίβαστα, με ένα μήνυμα λοιπόν καταλήξαμε απ’ το πουθενά σε μια σχεδόν σχέση κι εγώ έβλεπα μπροστά μου έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο.
Δύσκολη η αίσθηση του να μην έχεις κανένα λόγο πλέον στο μεταξύ σας. Συναντήσεις με πρωτοβουλία του άλλου, επικοινωνία αντίστοιχη, κι εγώ το δέχτηκα έτσι απλά. Είχαν λόγο ύπαρξης οι υποχωρήσεις, έτσι έλεγα, αν η κατάληξη άξιζε. Όμως δεν έμοιαζε να οδηγεί σε ελπιδοφόρο τέλος, κούραζε όλο αυτό, δημιουργούσε ξεσπάσματα κι ανασφάλειες, πού λοιπόν το αξιόλογο; Μόνιμη αναμονή πάνω από ένα τηλέφωνο, χειρότερη κι από εκείνη της εξυπηρέτησης πελατών, για ένα «να βρεθούμε». Κι εγώ εθελοτυφλούσα κι έλεγα πως κάθε φορά που τελικά ακούγονταν το κουδούνισμα, θα ήτανε και μια νέα αρχή. Μιλούσα, έλεγα τι αισθάνομαι μα λες και η κλήση διαρκώς προωθούνταν. Δήλωσα πόσες φορές το τέλος, μα η ευκολία της οπισθοχώρησης έκανε τις λέξεις ανούσιες. Ξέρω, φταίει αυτός που δεν τηρεί τα λόγια του. Φταίω που το ανεχόμουν. Μα «οι άνθρωποι αλλάζουν» έτσι δε λένε; «Χρόνο θέλει και θα έρθει το happy end μας».
Μα ξέρεις, με τον χρόνο κατάλαβα πως οι αυταπάτες δε φέρνουν ικανοποίηση. Χρειάστηκε πολλή δουλειά, μα κατάλαβα ότι όλη αυτή η κατάσταση μας έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Ήξερα πλέον ότι δε θα πάρω απάντηση στα τόσα «γιατί» που είχα. Κάπου εκεί ήρθε και το σημείο της ξενέρας, όχι με το πρόσωπο κατ’ ανάγκη, μα με την εξέλιξη των πραγμάτων. Και δεν το κρύβω, υπάρχουν στιγμές που ελπίζω σε ένα ακόμα πέρασμα στα παλιά, σε ένα μήνυμα ίσως με μια συγγνώμη, μα μπορώ πλέον να αναγνωρίσω ότι είναι ο εγωισμός που το απαιτεί. Και σε περιπάτους της λογικής δε χρειάζεται να παίρνουμε αποφάσεις.
Εγώ ένα ευχαριστώ θα πω γιατί όλο αυτό πρόσφερε συνειδητοποιήσεις μιας ζωής. Συνειδητοποιήσεις που κάνουν εφικτό τον διαχωρισμό του «θέλω να είσαι καλά», από το «θέλω να είσαι καλά και μαζί μου» κι εγώ ξέρω πλέον πως ταυτίζομαι με την πρώτη δήλωση. Αντίο λοιπόν.