Γράφει ο Ηρακλής Μιχαηλίδης

Σκότωνα το χρόνο μου για άλλη μια νύχτα. Άλλο ένα κλασικό 24ωρο τελειώνει κι εγώ βυθισμένος στον καναπέ κάνω τον απολογισμό μιας ακόμη σκατένιας μέρας.

Δουλειά μπόλικη για να ξεχνιέμαι από τις ανούσιες σκέψεις μου που με κρατούν στο παρελθόν. Δουλειά ανούσια, χωρίς ευχαρίστηση.

Γράφω και κάτι γαμημένα στιχάκια για τον εαυτό μου και μόνο, γιατί είναι ο,τι πιο αποτυχημένο έχει γραφτεί. Τόσο που ούτε στη μάνα μου δεν τα έχω διαβάσει. Που η μάνα μου και καμένες πατάτες τηγανιτές να της δώσω από τα χεράκια μου, θα τις φάει γιατί είναι του κανακάρη της.

Είμαι μια αποτυχία που αναπνέει. Ένας ξεροκέφαλος που δεν ανέχεται να ζει σε ένα σώμα και να είναι δέσμιος ενός μυαλού περιορισμένων δυνατοτήτων.

Έχω ξεχάσει τι είναι φλερτ, και φυσικά κι αυτό έχει ξεχάσει εμένα.

Δεν θυμάμαι τι είναι αληθινή επαφή. Όχι σεξ. Αυτό είναι εύκολο, προσφέρεται παντού, όλοι το κάνουν ή μπορούν να το κάνουν.

Μιλάμε για επαφή. Μου έχει λείψει.

Τα σκισμένα ρούχα, οι πρόστυχες σκέψεις, η μία ματιά. Ένα φιλί στο λαιμό.

Αυτό το σώμα το έχουμε για να καίγεται, να παίρνει φωτιά. Να τρέμει. Να γδέρνει. Να φωνάζει και να ικετεύει.

Κι εγώ θέλω να μείνω βυθισμένος στον καναπέ μου και να πίνω μπύρες. Να καταστρέφω αυτό το σώμα, το ανάξιο να ζήσει.

Κι έρχεσαι μετά εσύ.

Είναι γελοίο που πλέον οι καρδιές δεν χτυπάνε δυνατά από μια ματιά αλλά από μια ειδοποίηση στο Facebook. Το λέω και ντρέπομαι.

Εσύ με τσιγκλάς. Κλασική εσύ. Μέσα σε 5 λέξεις μπορείς να αμυνθείς τόσο επιδέξια και να κρυφτείς στο καβούκι σου. Προστατεύεις τον εαυτό σου και τα συναισθήματά σου. Τα έχεις πολύ καλά φυλαγμένα.

Παίζουμε σκάκι. Εγώ εδώ κι εσύ χιλιόμετρα μακριά.

Γελάω με κάθε τι που αραδιάζεις γιατί το ξέρεις καλά το παιχνίδι αυτό.

Μπορείς να μου κάνεις ρουά ματ με 2 κινήσεις αλλά με αφήνεις να παίζω, να μαθαίνω, όπως ο καλός δάσκαλος αφήνει το μαθητή να μάθει από τα λάθη του. Με αφήνεις να κάνω παιχνίδι.

Είμαστε εγώ, ο καναπές μου κι εσύ. Και στη μέση χιλιόμετρα. Κι εγώ την απόσταση τη σιχαίνομαι. Τη μισώ. Σε θέλω εδώ. Να μου τα λες όλα κοιτώντας μέσα στα μάτια μου.

Έχουμε πει τόσα πολλά. Σε θαυμάζω μα δε θα σου το πω ποτέ. Μπορεί και να στο πω. Με κάνεις και νιώθω αδύναμος και για κάποιο γαμημένο λόγο μου αρέσει.

Θα μπορούσα να κάνω επίδειξη δύναμης, θα μπορούσα να μην σου δώσω σημασία.

Ξέρεις τι είναι να είσαι μακριά μου, να μην σε έχω δει ποτέ από κοντά και να σε νοιάζομαι πιο πολύ κι από τον ίδιο μου τον εαυτό;

Πόσο ηλίθια είναι αυτή η ζωή. Δίπλα σου περνάνε αμέτρητοι άνθρωποι και δεν δίνεις σημασία σε κανέναν.

Και έρχεται ένα βράδυ ένα πλάσμα και σου φτιάχνει τα πάντα.

Γελοίοι οι έρωτες οι ιντερνετικοί.

Ξέρω όμως πως όσο δέθηκα μαζί σου δεν έχω δεθεί ποτέ. Και δεν είναι ενθουσιασμός και παρόρμηση. Ούτε είναι αγαμίες.

Είναι επικοινωνία. Είναι χημεία.

Είναι «Δεν μπορώ να σε βγάλω από το κεφάλι μου» και «Έλα και βίασε με, κάνε με ένα μηδενικό, κάνε με να νιώσω τι πάει να πει ζωή».

Και δώσαμε ραντεβού. Και δεν με νοιάζει πώς θα πάει. Μπορεί να με σιχαθείς από το πρώτο δευτερόλεπτο, μπορεί να μην θελήσεις να με ξαναδείς μπροστά σου.

Ξέρω πως εγώ, εκείνα τα βράδια στον καναπέ μου, ένιωσα ηδονή κι ας μην με ακουμπάς. Ένιωσα αυτές τις περίεργες χημικές αντιδράσεις που λένε οι βιολόγοι ότι νιώθουμε όταν ζούμε ευτυχία.

Με έκανες και ένιωσα υπερήρωας όταν είχα πάψει να πιστεύω πως αυτό το σώμα κι αυτό το μυαλό, πόσω μάλλον αυτή η καρδιά που ήταν σε αχρησία και αχρηστία, μπορούν να νιώσουν έρωτα.

Μέχρι να εμφανιστείς εσύ, βρόμιζα μέσα μου. Σάπιζα. Κι ας μην το έδειχνα.

Τώρα, ήρθες. Δεν ξέρω πού θα μας βγει. Ξέρω πως το μόνο που θέλω είναι μία νύχτα μαζί σου. Και μιαν ακόμα. Και μια τρίτη. Όσο με αντέξεις.

Ξέρω, τα ανέκδοτά μου που σου λέω είναι σαν τα στιχάκια μου. Απάλευτα.