Είμαστε τόσο απόλυτα και μη αναστρέψιμα θνητοί. Τόσο, που είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πόσο κοντά είμαστε κάθε στιγμή στον θάνατο, ακόμα και σ’ ένα καλοκαιρινό βράδυ σαν τούτο εδώ. Ένα βράδυ που σφύζει χαρά και ζωή κι απώλεια συνάμα. Εκεί, σ’ αυτήν ακριβώς την τομή, προκαλείται και το ζήτημα το μεγαλύτερο. Όταν αυτά τα δύο συγκρουστούν, κάπως απότομα πηχτώνει το σκοτάδι και μια υγρασία βαραίνει την ατμόσφαιρα. Σύγχυση επικρατεί στον ουρανό κι αμηχανία πνίγει τις κινήσεις των πεζοδρομίων. Ο ήχος των αυτοκινήτων κι ο θόρυβος της πόλης δεν είναι ο ίδιος. Μα κι έτσι να μην είναι, κι όλα να μένουν ασάλευτα, κάποια μεγαλύτερη αλλαγή έχει απάνω μας αφεθεί κι είμαστε τόσο μικροί για να τη δούμε.
Τα βράδια, λοιπόν, οι άνθρωποι αναζητούν λύτρωση από τη θνητότητά τους. Μα, το αντίδοτο που σε κανένα βιβλίο δε θα διαβάσουμε και σε κανενός σοφού τα λόγια δε θ’ ακούσουμε, το κρατάμε μέσα μας φυλαχτό. Πολλές φορές, αντί να το βρούμε, παρασυρόμαστε από κάτι φοβισμένα ερωτηματικά, τυλιγμένα ιστούς ενοχής, των σκοτεινών γωνιών του φτωχού μας νου. Όσο ξετυλίγουμε, τόσο πονάει. Ίαση θα μας χάριζε ίσως κάποια πλάνη κι εκεί στοχεύουμε, με οποιοδήποτε κόστος. Κι έτσι, κάθε μια καθαρή σκέψη εύκολα πουλάμε για δευτερόλεπτα λήθης.
Το μυαλό, ίσως, μα κι η καρδιά, όταν κάνουν χώρο για πλάνη δεν αφήνουν για τίποτα παραπάνω. Κι ούτε τελειώνει εκεί το πράγμα. Ναι, υπάρχει θλίψη. Ναι, το να χάνεις κάποιον που αγαπάς πονάει. Έτσι, όμως, πονάμε κι οι δυο. Επιλέγω, λοιπόν, τη ζωντάνια. Επιλέγω να σε σκέφτομαι ζεστά με χρώμα. Επιλέγω το φως που έγινες κι εκείνο ν’ ακολουθώ. Όλα πλέον τα νιώθω στο πετσί μου. Τις στιγμές. Ό,τι φεύγει, ό,τι μένει, τον χρόνο υποδέχομαι ταπεινά. Αγνοώ όσα δεν αντέχω. Σέβομαι τη σάρκα μου, το πνεύμα μου που τόσο ταλαιπώρησα.
Επίσης, μπορώ να νιώσω την αγάπη. Ξεπλένει τον πόνο σαν νερό, εκείνο το ορμητικό κι ίσως λίγο άγριο, που δεν αφήνει τίποτε όρθιο στο πέρασμά του. Μόνο ένα γλυκό μούδιασμα υπάρχει στο φινάλε. Εκείνο που θα μας βοηθάει να περνάμε τους χειμώνες. Ξέρεις, τον χειμώνα της ζωής τον φοβάμαι, με καθηλώνει. Γι’ αυτό, τις κρύες νύχτες άγνοιας, στις παγερές μου λύπες, ο ήλιος θα στέκει σθεναρός. Θ’ ακροβατεί η ελπίδα σε μια κλωστή που θα γυαλίζει στο φως.
Κι ας είμαι εγώ μικρός. Είμαι μικρός και θα ξεχάσω. Θα ξαναφοβηθώ, σίγουρα, είναι στη θνητή μου φύση. Αυτήν και την επόμενη φορά, θα τρέμω από έναν φόβο αλλόκοτο που δε θα μπορώ να μεταφράσω. Λιγότερο όμως. Μέχρι να μπορώ να κουμαντάρω με χιούμορ τις φουρτούνες της ζωής μου. Το τιμόνι μου ανήκει κάθε φορά. Μα όχι απόψε. Απόψε πέταξες μακριά και δε θα υπάρξει ήλιος.
Η μνήμη υποτίθεται πως ξέρει, όμως, αργά ή γρήγορα, η λήθη παίρνει τα ηνία. Μα η ανάμνηση επιμένει. Τα δύσκολα, τα εύκολα, όλα ζωντανά παραμένουν αν επιλέξεις έτσι να τα κρατήσεις. Ίσως αυτή να είναι κι η μοναδική στιγμή αθανασίας που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας. Όσα καταγράφουμε, όσα θυμόμαστε, όσα κρατάμε για να γίνουν μνήμες. Έτσι κι εγώ, εσένα.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου