Σ’ ερωτεύτηκα απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα να στέκεσαι στη γωνία του μπαρ παρέα με δυο φίλους σου. Εγώ στεκόμουν απέναντι. Σε κοίταξα φευγαλέα κι ύστερα χαμήλωσα το βλέμμα μου. Βλέπεις δεν είχα καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί.Ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος και οι καλοκαιρινές διακοπές με τις κολλητές μου είχαν μόλις ξεκινήσει.

Ήμουν αποφασισμένη το καλοκαίρι αυτό να γίνω μια άλλη, να διεκδικήσω ό,τι ήθελα χωρίς δεύτερες ή τρίτες σκέψεις. Χωρίς αναστολές. Γύρισα και σε κοίταξα ξανά, το βλέμμα σου έμενε στραμμένο πάνω μου αλλά ξέραμε κι οι δύο πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα. Οι  επόμενες μέρες και ώρες θα ήταν δικές μας.

Η επόμενη νύχτα ήταν εκεί για να το επιβεβαιώσει. Η παρέα είχε μεγαλώσει και διασκέδαζε, μαζί της κι εγώ. Λίγο αργότερα βρισκόσουν απέναντί μου ξανά. Κρατούσες το ποτό σου στο χέρι και με κοίταζες. Το βλέμμα σου αλλιώτικο από της προηγούμενης νύχτας. Πιο επίμονο, πιο διεκδικητικό. Όσο πέρναγε η ώρα πλησίαζες όλο και πιο κοντά μου. Σε ρώτησα αν θέλεις να χορέψουμε, δέχτηκες και η ιστορία μας ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή.

Οι δυο παρέες μας έγιναν μια και το ξημέρωμα μας βρήκε στην παραλία με γέλια και τραγούδια. Άλλοτε να κοιτάμε τον ουρανό κι άλλοτε τον σκοτεινό ορίζοντα. Να μαθαίνουμε ο ένας τον άλλον, να διηγούμαστε ιστορίες και μέσα στο μεθύσι μας ν΄ανοίγουμε τις πιο βαθιές πόρτες της ψυχής μας.

Το ξημέρωμα εκείνο ένιωσα κάτι μοναδικό, είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που όχι μόνο ήταν όμορφος εξωτερικά αλλά και εσωτερικά. Μιλούσες κι εγώ έμενα να σε κοιτάζω, άκουγα με προσοχή όλα όσα έλεγες, δεν ήθελα να χάσω λέξη, ήθελα να σ΄ακούσω,να σε μάθω.

Σ΄ερωτεύτηκα εκείνες ακριβώς τις στιγμές! Λίγο πριν ο ήλιος ανατείλει, ένα φως αναδυόταν μέσα μου. Μη με ρωτήσεις τι ξεχώρισα σ’ εσένα. Eιλικρινά, δεν ξέρω. Ήταν το χαμόγελό σου, ήταν τα λόγια ή το μυαλό σου. Ίσως αυτή η ταξιδιάρα και γεμάτη ζωή σκέψη σου. Ίσως έμεινα στον τρόπο που με κοίταζες την ώρα που προσπαθούσες να με μάθεις.

Ήταν η πιο όμορφη Ανατολή που είχα δει ποτέ. Ήταν το πιο όμορφο συναίσθημα που είχα νιώσει. Δεν κοίταξα ούτε μια στιγμή γύρω μου. Για μένα εκείνη τη μαγική στιγμή υπήρχαμε μόνο εγώ κι εσύ. Τελευταίο βράδυ μαζί κι έπειτα θα χανόμασταν. Εγώ στο Νότο, εσύ στο Βορρά! Μα ποιο ύπουλο σχέδιο ήταν αυτό που όριζε να βρεθούμε για μια στιγμή κι ύστερα να χωριστούμε και πάλι;

Θα τα ξεπερνούσα, όμως, όλα για χάρη σου. Το είχα αποφασίσει απ’ την πρώτη εκείνη στιγμή που σε είδα να στέκεσαι στην άκρη του μπαρ. Αρκούσε μια σου λέξη την τελευταία μας βραδιά κι όλα θα μπορούσαμε να τα ξεπεράσουμε. Αυτή και μόνο τη μια σου κουβέντα περίμενα.

Γλεντήσαμε, χορέψαμε, ήπιαμε, γελάσαμε. Όμως ούτε λέξη δεν είπες. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από ‘κείνη τη νύχτα πώς μπορούσες να μένεις σιωπηλός; Πώς το άντεχες ; Όλο το βράδυ περίμενα ένα δικό σου «κάτι». Τα νεύρα μου είχαν σπάσει αλλά εσύ εκεί. Στεκόσουν ατάραχος, μ’ ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό σου, ν’ αφήνεις τις τελευταίες μας στιγμές να περνούν αργά και βασανιστικά.

Το άντεξα, το πάλεψα, ήπια όσα ποτά άντεχε το στομάχι. Χόρεψα όσα τραγούδια άκουσα και να. Ήμουν πάλι δίπλα σου, καθισμένη σε μια καρέκλα στην απόλυτη ησυχία της σιωπής σου. Ζήτησες να δανειστείς τον αναπτήρα μου κι άναψες τσιγάρο. Κοιταζόμασταν τώρα βαθιά μέσα στα μάτια. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Στ’ αλήθεια, ένιωθες όσα κι εγώ; Ένιωθες άραγε το ίδιο; Μου χαμογέλασες, πήγες κάτι να πεις κι ύστερα δίστασες. Σε ρώτησα τι είναι αυτό που δεν λες και η απάντησή σου ήταν ένα ξερό «τίποτα». Μια φωνή από μακριά διέκοπτε τη στιγμή που είχαμε για μας. 

Τρεις ώρες αργότερα επέστρεφα στο Νότο μου. Οδηγούσα σε άδειους δρόμους και από τα μάτια μου έτρεχαν ποτάμια. Ευτυχώς οι φίλες μου είχαν από ώρα κοιμηθεί και δε χρειάστηκε να εξηγήσω ούτε τι είχε συμβεί, ούτε όσα ένιωθα.

Η αντίδρασή σου ήταν, τελικά, αφοπλιστική. Δεν άφηνε περιθώριο γι’ αντιρρήσεις. Δε θα σ’ έβλεπα ξανά. Αυτά τα τέσσερα βράδια ήταν όλα όσα είχα μαζί σου. Ένα μικρό κεφάλαιο για τη δική μου ζωή, μια μικρή παρένθεση στη δική σου και ύστερα το «τίποτα» όπως το θέλησες. Δυστυχισμένος ο άνθρωπος που δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει την ευτυχία και τη βαφτίζει «τίποτα», από φόβο μήπως αυτό το τίποτα εξελιχθεί σε κάτι.

 

Επιμέλεια κειμένου Άννας Ληναίου: Ελευθερία Παπασάββα.