Γράφει η Χαρά.

120 ημέρες σιωπής. Ναι, μία μία τις μέτρησα. Δεν τις λες και λίγες. Δε σου αφήνουν πολλά περιθώρια ελπίδας. Νομίζεις πως επιτέλους μπήκε μια τελεία. Μια τελεία που δεν ήθελες, που σου ξεσκίζει την ψυχή, αλλά που έρχονται στιγμές που μοιάζει η μόνη επιλογή. Γιατί «πρέπει», γιατί «δεν αξίζει», γιατί «προσπάθησες αλλά δεν τα κατάφερες». Έλα όμως που η ζωή πάντα θα βρίσκει τρόπο να σε εκπλήσσει.

Διαβάζω κάπου «αν είναι ο άνθρωπός σου, θα επιστρέφει στη ζωή σου ξανά και ξανά». Κι έρχεσαι εσύ πάλι, να κάνεις την τελεία αποσιωπητικά. Διστακτικά, να δεις αν υπάρχει έδαφος να πατήσεις. Για άλλη μια φορά μου δείχνεις πόσο γελοίο είναι το τείχος που νόμισα πως έχτισα, πόσο ψεύτικη είναι η φυγή μου, τάχα μίλια μακριά και τελικά δύο βήματα παραπέρα.

Ένιωθα πως η καρδιά μου πάγωσε τόσο καιρό. Τίποτα δεν την άγγιζε, κανένα συναίσθημα δεν τη συγκίνησε, καμία έκφραση δε σάλεψε στο πρόσωπο. Ένα «θα ‘θελα τώρα να σε δω», ένα «έλα», μηδένισαν έτσι απλά το χρόνο. Μια αγκαλιά ήταν αρκετή. Για να νιώσω ξανά άνθρωπος. Για να νιώσω το αίμα να ρέει πάλι στις φλέβες, να ζεσταθεί το μέσα μου.

Κρατούσα την ανάσα μου. Όχι, δεν το λέω μεταφορικά. Πραγματικά δεν ανέπνεα. Μάλλον φοβόμουν. Παρακαλούσα το χρόνο να μην περάσει, τους δείκτες να σπάσουν. Και τελικά ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να σε είδα πάλι χθες και προχθές, σαν να ‘μασταν πάντα μαζί.

Kάθε σου άγγιγμα έκλεινε και μια πληγή, κάθε σου φιλί σήκωνε από ‘πάνω μου ένα βάρος, μέχρι που έγινα φτερό. Ξέρεις πως είναι να νιώθεις ταυτόχρονα την απόλυτη ευτυχία και την απόλυτη δυστυχία; Κρατάς στα χέρια σου ό,τι σε κάνει να πετάς, να αναπνέεις κι όμως ξέρεις πως είναι άμμος και πάλι θα γλιστρήσει απ’ τα δάχτυλά σου. Δεν είναι σεξ. Ποτέ δε θα είναι σεξ. Είναι αυτό που λένε οι άνθρωποι «έρωτα» κι ας το ‘χουν νιώσει αληθινά μόνο λίγοι. Εγώ θα το πω «ένα». Γιατί αυτό είμαστε. Όταν σε βλέπω και με βλέπεις, όταν η αγκαλιά σου ανοίγει για να χωθώ μέσα της, όταν ακουμπάς το κεφάλι σου στο στήθος μου, ξέρουμε.

Λυπάμαι όσους ποτέ δεν ένιωσαν αυτό το «ένα». Δεν είναι εύκολο. Κι όταν το βρεις, άντε μετά να το αφήσεις. Όσες φορές κι αν φύγω, θα γυρνάω. Όσες φορές κι αν φύγεις, θα γυρνάς. Μέχρι ν’ αποφασίσεις να μείνεις. Καμιά συνάντηση, λέμε, δεν είναι τυχαία. Εμείς τότε βρεθήκαμε για να μου μάθεις πώς είναι να ζεις στο φως. Για να γίνεις η αφορμή ν’ αλλάξω, να γίνω αυτό που είμαι σήμερα, να γελάω, να γράφω πάλι. Κι εγώ είμαι εδώ, ένας ήσυχος φάρος, να σου δείχνω το δρόμο στο σκοτάδι, να μη φοβάσαι τις στιγμές της μοναξιάς. Να σου μαθαίνω ξανά και ξανά τι θα πει ν’ αγαπάς άνευ όρων.

Μου ζήτησες να γράψω για εμάς. Μα εγώ δε θέλω πια να γράφω. Θέλω μόνο να ζω, κοντά σου. Δε θέλω πάλι η καρδιά μου να παγώσει. Μείνε. Διώξε μακριά, αγάπη μου, τη δειλία σου. Άσε τον κόσμο, ο κόσμος πάντα θα λέει κι ας μην κάνεις τίποτα. Σκεφτόμαστε αν θα πληγωθούν οι άλλοι και καταλήγουμε να πληγωνόμαστε κι εμείς οι ίδιοι.

Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι η ζωή είναι μία και είναι τώρα. Δεν παίρνει άλλη αναβολή. Έλα.