Γράφει η Α.

 

Όλοι μου το ‘λεγαν. Μα εγώ δεν πίστευα κανέναν τους. Τι ξέρουν αυτοί; Μίζεροι, σκοτεινοί άνθρωποι. Τι ξέρουν για ‘μένα; Για ‘μένα και για σένα τι ξέρουν; Την τύφλα τους ξέρουν. Κόντρα σ’ όλους πήγαινα. Τρία ολόκληρα χρόνια. Ούτε ένα, ούτε δυο. Τρία. Κι ήτανε, ρε μαλάκα, τα πιο ωραία χρόνια που έζησα ως τώρα.

Περνούσαν μέρες, μήνες για να πάρω κάποιον άλλον τηλέφωνο εκτός από ‘σένα. Έτρωγα μαζί σου, ξυπνούσα μαζί σου, κοιμόμουν μαζί σου, έκανα μπάνιο μαζί σου. Κι ακόμα μετά απ’ όλα αυτά δεν περούσε στιγμή που να μη σε σκέφτομαι. Είχες μπει μες στο κεφάλι μου. Ζούσα για ‘σένα, ανέπνεα για ‘σένα.

Μου έλεγαν πως αρρώστησα, πως δεν είμαι πια εγώ. Να δω κανέναν «ειδικό», έλεγαν. Ποιον ειδικό, ρε; Έλεγαν να πηγαίνω πιο συχνά σε φίλους, να βγαίνω πιο συχνά. Να πηγαίνω και βόλτα το σκυλί του γείτονα, έτσι για την αλλαγή. Και ποιος τους είπε πως εγώ ήθελα αλλαγή; Ήμασταν ωραία, δεν ήμασταν; Με τα Σαββατιάτικα πρωινά μας και την πάρλα μέχρι το ξημέρωμα. Με τις εκδρομές και τα κουσούρια μας. Με τις θάλασσες και τις μουσικές μας.

Μα μάλλον, προφανώς δηλαδή, δεν ήταν αρκετά. Γιατί έφυγες. Κι από τότε δε σε ξαναείδα ποτέ. Και τώρα είμαι κι εγώ μίζερη και σκοτεινή. Εκνευρισμένη όλη μέρα, κάθε μέρα. Παίρνω και το σκύλο κάθε Κυριακή βόλτα. Εγώ! Εγώ που δεν το πολυέχω με τα σκυλιά. Μα έφυγες, αγάπη μου και δεν έχω τι να κάνω.

Είχαν όλοι δίκαιο, τελικά. Ότι θα έφευγες, έτσι έλεγαν. Ότι κι εγώ το ήξερα κι έπρεπε να εξαφανιστώ όσο πιο γρήγορα γινόταν. Τώρα, δεν πάω πια εκδρομές. Δεν πίνω τσάι με λεμόνι γιατί ήταν το αγαπημένο σου. Δεν καπνίζω στο αυτοκίνητο γιατί θύμωνες. Δεν αγοράζω έτοιμα, μαγειρεύω. Πάω δουλειά, διαβάζω εφημερίδα, γιατί πρέπει να ενημερώνομαι, έτσι λένε. Κοιμάμαι καλά και παίρνω βιταμίνες. Και γενικά δεν είμαι εγώ. Τώρα είναι που το θέλω τον μαλάκα τον ειδικό!

Να ηρεμίσω, λένε. Πως μια μέρα θα μου περάσει. Τι είναι, δηλαδή, οι άνθρωποι και περνάνε; Ίωση; Γλύτωσα, λένε. Αυτοί που τα ξέρουνε όλα. Και για μένα και για σένα και για όλους.

Πού είσαι να τους πεις πως κάνουν λάθος; Να τους πεις πως δεν έφυγες γιατί δε μ’ αγαπούσες. Να πεις πως έπρεπε να φύγεις. Πως δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, αυτό να πεις. Πού είσαι να με βοηθήσεις; Πού είσαι να με πάρεις από ‘δω; Απ’ αυτή τη ζωή τη δανεική, την ξένη. Απ’ αυτό το τεράστιο διαμέρισμα που μου άφησες. Δεν το θέλω, ρε γαμώτο. Δεν το θέλω αν δεν είσαι εσύ εδώ, να το γεμίζουμε μαζί.

Και θα μου πεις το ήξερα. Το ήξερα πως θα τέλειωνε. Ναι, το ήξερα. Αλλά δεν είναι το ίδιο να το ζεις. Δεν είναι το ίδιο να χάνεις αυτό που αγαπάς. Τον άνθρωπο που μαζί του μοιράστηκες όλες αυτές τις στιγμές. Κι είσαι εγωιστής γιατί εσύ έφυγες, τελείωσες ενώ εγώ μένω εδώ και σε θυμάμαι, και μας θυμάμαι, και συγγώμη…

Αν με βλέπεις από εκεί ψηλά που είσαι, σε παρακαλώ, απόψε έλα λιγάκι να σε δω. Γιατί είναι όμορφα απόψε, μα θα ‘ταν ομορφότερα αν ήσουνα κι εσύ εδώ.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη