Το ξέρεις ότι σ’ αγάπησα πολύ. Ότι ήσουν ένα κομμάτι από τη ζωή μου. Ότι έκανα θυσίες για σένα, που κανένας άλλος δεν έχει κάνει. Και αν θες την πικρή αλήθεια, ούτε και πρόκειται να κάνει.
Κι εσύ, τι έκανες για μένα;
Πόσο πολύ πίστεψες σε μένα;
Θα σου πω εγώ. Καθόλου. Όχι, γιατί είσαι εγωιστής, αλλά γιατί δε ξέρεις πώς.
Χρειάζομαι την αποδοχή σου, τη συμπαράστασή σου, τον καλό σου το λόγο και, που και που, να πάρεις κι εσύ τα ηνία στη ζωή μας. Δε σου επιβάλλω να μου ανταποδώσεις ένα-ένα τα πράγματα που έκανα για σένα. Αλλά, ρε γαμώτο, δεν είναι λογικό να είσαι πάντοτε απών από τα σημαντικά πράγματα στη ζωή μου. Έτσι, δεν είναι;
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι εγώ πίστεψα πολύ σε σένα. Πως σε στήριξα σε κάθε νέο ξεκίνημά σου. Ήμουν πάντοτε δίπλα σου βράχος, για να μπορείς να στηρίζεσαι και να σηκώνεσαι στα πόδια σου, κάθε φορά που έπεφτες.
Ήμουν ο φάρος σου, όλες εκείνες τις φορές που έχανες το δρόμο σου. Και εγώ, εκεί, αγέρωχη να σου φωτίζω.
Αν με ρωτάς, δε μετανιώνω ούτε στιγμή, για τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε για το χρόνο που πέρασε, ούτε για όσα έδωσα, γιατί κι εσύ μου ‘δωσες πολλά.
Όμως, σιγά-σιγά άδειασε.
Δεν έμεινε τίποτε άλλο για να σου δώσω. Ούτε μία στάλα.
Στέρεψε.
Κάπως έτσι, όμως, μπόρεσα και ξέφυγα. Γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να με κρατήσει εδώ. Και, ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι. Έτσι, μόνο, θα είμαστε ελεύθεροι να προχωρήσουμε μπροστά.
Δεν είναι, ότι δε σε αγαπώ πια. Απλώς, όχι, έτσι, όπως σε αγαπούσα παλιά. Όχι, όπως, όταν ήσουν τα πάντα για μένα. Ναι, αλλάζει μάτια μου όμορφα, κάποια στιγμή και αυτό.
Κάποιες φορές η απώλεια της ελπίδας είναι απελευθερωτική και σε βοηθάει να πας παρακάτω.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν όλα αυτά τα έχω ζήσει πραγματικά. Πόσα καλοκαίρια και πόσοι χειμώνες έχουν περάσει; Είναι μήνες; Χρόνια; Ατέλειωτοι αιώνες; Μία ζωή ή απλά μία στιγμή;
Κι εσύ; Είσαι, άραγε αληθινός; Υπήρξες ποτέ ή ήσουν απλά ένα πλάσμα της φαντασίας μου; Δε ξέρω πια να πω.
Κοιτάζω μία φωτογραφία σου που έμεινε ξεχασμένη στο σαλόνι. Πόσο δικός μου και πόσο ξένος;
Έπειτα χαζεύω παλιές φωτογραφίες από φίλους μας που ήταν κάποτε ζευγάρια. Πόσους από αυτούς είδαμε να χωρίζουν;
Και τι είναι αυτό που ενώνει δύο ανθρώπους και τι, τελικά, τους χωρίζει; Τι φταίει και κάποιοι χωρίζουν και τι τους κρατάει μαζί; Πού σταματάει το για πάντα; Υπάρχει, άραγε, αυτό το περιβόητο «για πάντα»;
Αναλογίζομαι πως ζούσαμε ο καθένας τη ζωή του πολύ τακτοποιημένα.
Τώρα πια έχω χώρο στις ντουλάπες, που ίσως δεν χρησιμοποιήσει κανείς. Δεν το κάνω για να σου αποδείξω κάτι. Το κάνω γιατί αισθάνομαι να με βαραίνουν πράγματα. Πετάω ό,τι περιττό. Ίσως για να κάνω περισσότερο χώρο για τα απαραίτητα. Ίσως έτσι, όταν πια απαλλαχθώ από τα πολλά, ίσως τότε καταλάβω, τι πραγματικά μετράει για μένα.
Απλούστευσα κάποια πράγματα και τα εκλογίκευσα.
Τι είπες;
Δε χωράει η λογική στην αγάπη;
Ίσως και να ‘χεις δίκιο. Ίσως πάλι και όχι. Ποιος ξέρει να μας πει, αν χρειάζεται η λογική για να στηρίζει την αγάπη και να την ισορροπεί μερικές φορές;
Σκέφτομαι όλα αυτά που δε ζήσαμε. Όλα εκείνα που κάποτε ονειρευτήκαμε. Και σε ρωτάω: θ’ ερχόσουν, άραγε, μαζί μου στην άκρη του κόσμου;
«Τίποτα. Κοιμήσου.
Εμείς τελειώσαμε.
Δεν έχει δάκρυα πια.
Κλαίνε όσοι στο βάθος ακόμη ελπίζουν.»