Γράφει η Γ.Τ.

 

Πόσες ζωές νομίζετε πως ζούμε; Πολλές. Μικρές, αμέτρητες, διακεκομμένες, αδιάφορες, ταραχώδεις. Και κάθε μία από αυτές τη βαφτίζουμε. Και της δίνουμε όνομα όμοιο με κείνο που τη χαρακτηρίζει. Και λέμε πως είχαμε μια υπέροχη, μια θλιβερή, μια μίζερη ή μία ευτυχισμένη ζωή. Μία όμως. Καταλήγει πάντα σε μία. Και τα χρόνια περνάνε και κάποιες τις ξεχνάμε και κάποιες τις φυλάμε. Κι εκείνη τη μία τελικά, την κάνουμε μαξιλάρι για τα όνειρά μας, φυλαχτό στο λαιμό μας.

Όταν θα κάνω τον απολογισμό μου γιατί κι αυτόν η ίδια η ζωή θα μου ζητήσει να τον κάνω, στο δικό μας κεφάλαιο θα σταματήσω. Και θα σου αφιερώσω το πιο ένδοξο κομμάτι της ζωής μου. Αυτό που έζησα μαζί σου. Θα τιμήσω και θα εξυμνήσω, θα απολογηθώ και θα χρεωθώ τα λάθη μου, θα εξηγήσω πως έφυγες και δε μου είπες ποτέ το γιατί, θα σε πάω στο ζενίθ και θα σε ξαναρίξω στο ναδίρ. Θα ομολογήσω, θα ανακριθώ και θα ζητήσω εξιλέωση. Θα ζητήσω συγνώμη και για τους δυο μας. Μια συγνώμη για ό, τι μας χαρίστηκε και μάλλον δεν το εκτιμήσαμε όσο έπρεπε. Για ό, τι μας προσφέρθηκε κι εμείς το αποτάξαμε.

Γι’ αυτή τη μικρή μας κοινή ζωή λοιπόν θα δώσω εξηγήσεις, που ο χρόνος της τελείωσε σε λιγότερο από το χρόνο μια κλεψύδρας και που ήταν ικανή για να επισκιάσει όλες όσες έζησα μέχρι τώρα. Γιατί ό, τι και αν είχα δει πριν δω εσένα ήταν ζωή χαμένη. Ήταν μουντά χρώματα, ήταν καλοκαίρια με βροχές, χειμώνες με παγωνιά. Ήταν χαμόγελα που δεν έσκασαν και βλέμματα που κοιτούσαν χάμω. Μέχρι που ήρθες εσύ. Ήρθε εκείνη η ζωή μου και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και τρύπωσε ο ήλιος. Εκείνη η μικρή μου ζωούλα μαζί σου μέσα στα χρόνια μου.

Λένε κάποιοι μύθοι πως τη ζωή μας την ευλογούν οι Μοίρες. Αυτές που έρχονται και μας αγγίζουν τη στιγμή που γεννιόμαστε. Σε μας δεν ήρθαν, δεν καταδέχτηκαν. Είχαμε μια ζωή κλεμμένη. Πήραμε από τους χρόνους που ξοδεύαμε στους άλλους, από τις ίδιες παράλληλες ζωές μας και φτιάξαμε τη δική μας. Και δε μας ένοιαξε καθόλου. Γιατί αυτό που δημιουργήσαμε ήτανε από πηλό δικό μας και του δώσαμε εμείς τη μορφή μας.

Και μέσα σ’ αυτή τη λίγη ζωή μας εγώ και ‘συ ανεβήκαμε στη σκηνή και παίξαμε τους ωραιότερους ρόλους  μας. Χωρίς θεατές σε μια παράσταση μόνο για μας. Και το ευχαριστηθήκαμε τόσο πολύ. Γελάσαμε, κλάψαμε, αγαπηθήκαμε, παθιαστήκαμε. Αλλά ήταν μόνο μία που άξιζε για πολλές. Μέχρι που αποφασίστηκε πως το έργο μας πρέπει να κατέβει. Και πορευτήκαμε ξεχωριστά. Και ‘γω δεν έχω πια πρωταγωνιστές στη ζωή μου αλλά κομπάρσους. Ανέλαβα μόνη μου τον πρώτο ρόλο και χαρίζω απλώς κάποιες από τις ατάκες μου σε όλους αυτούς που είναι δίπλα μου.

Και η ζωή συνεχίζεται. Με τις ίδιες μικρές και μεγάλες στιγμές της. Μόνο που τώρα την απολαμβάνω διαφορετικά. Χωρίς να με νοιάζει και χωρίς να έχω τύψεις. Θρέφομαι από την ικανοποίηση στο βλέμμα των άλλων. Και είναι τόσο μικροί και ελάχιστοι στα μάτια μου και δε χωράνε στο δικό μας το μαζί. Ερμηνεύω πια σε κάθε πρεμιέρα μου χωρίς την παρουσία σου. Ξέρω όμως στα παρασκήνια είσαι εκεί και με καμαρώνεις. Κι αυτό μου αρκεί για να συνεχίζω.