Γράφει η Στεφανία.
Αυτή τη σχέση που σου ζητάω, αυτή τη ζωή που θέλω να ζήσω μαζί σου και μου την αρνείσαι, ας την περάσουμε όλη σε μια μέρα. Μια μέρα που θα ξεκινήσει πρωί, μ’ εμάς στο αμάξι, κλειστά τηλέφωνα, ντυμένοι με φόρμες κι αθλητικά παπούτσια. Μυαλό γεμάτο μόνο με τη σκέψη ο ένας του άλλου και χαμόγελα.
Να πάμε γι’ έναν καφέ, κάπου με ήλιο και θάλασσα. Να καθίσουμε, να μιλήσουμε για τα παιδικά μας χρόνια, να γελάμε. Να γελάμε πολύ, σαν να είμαστε μαζί χρόνια. Σαν να μην έχει υπάρξει μεταξύ μας καμία πίκρα και κανένα εμπόδιο. Να με φιλάς στο κεφάλι, να σε φιλώ στο μάγουλο, ν’ αγκαλιαζόμαστε σφιχτά, να παίζουμε με τα δάχτυλα σαν παιδιά.
Να βγάζουμε φωτογραφίες κι ο καθένας να λέει για τον εαυτό του πόσο άσχημος βγήκε κι ότι ο άλλος είναι όμορφος. Φωτογραφίες που θα αιχμαλωτίσουν για πάντα αυτά τα γέλια μας που τόσο έχω ανάγκη. Κι αν βρέξει, να συνεχίσουμε να χαμογελάμε και να κοιτάμε στην ίδια μεριά, εκεί που θα βγει ουράνιο τόξο.
Να πάμε για φαγητό, να δοκιμάσουμε, να λερωθούμε, να με ταΐσεις και σε ταΐσω κι ας είναι παιδιάστικο. Να μας κοιτάνε και να νιώθουν εκείνη την όμορφη ζήλια που σε τσιμπάει όταν βλέπεις άτομα που είναι φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Να συνεχίσουμε τη βόλτα με το αμάξι, με τέρμα τη μουσική στα ηχεία κι εμείς να τραγουδάμε δυνατά.
Να πάμε να δούμε μια ταινία. Να συγκινηθούμε, να μας πιάσει σπαστικό γέλιο κι ας κοιτάνε οι άλλοι ενοχλημένοι. Να δούμε τον ήλιο να δύει, μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και τα μάτια να διαγράφουν όνειρα στον ορίζοντα. Και μετά, να ξαπλώσουμε με τα πόδια μπλεγμένα, εσύ ανάσκελα κι εγώ επάνω σου, με το κεφάλι ν’ ακουμπάει την καρδιά σου, να μετράει τους χτύπους σου και να παρακαλά τα δευτερόλεπτα να μην τρέξουν γρήγορα κι εσύ να μου φιλάς τα μαλλιά. Να αφιερώσουμε λίγη ώρα μόνο να σε κοιτάω και να με κοιτάς. Να ‘χω την εικόνα αυτή να θυμάμαι, δυο μάτια να καίνε μόνο για μένα.
Ξέρω πως ο χρόνος τελικά θα μας λυπηθεί για λίγο. Θα σταματήσει όταν θα γίνουμε ένα, όταν το σώμα σου κλείσει το δικό μου, όταν η ψυχή σου ακουμπήσει τη δική μου. Κάτω από εκείνη την αγαπημένη κουβέρτα, δίπλα στο παράθυρο. Να σου σκουπίζω τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο, να ηρεμείς με χάδια τους χτύπους της καρδιάς μου και μετά πάλι απ’ την αρχή. Λαχανιασμένοι, ανυπόμονοι, κτητικοί, ερωτευμένοι.
Και για το τέλος, να σου πω εκείνο το «σ’ αγαπώ» που το κρατώ τόσο καιρό και μου καίει την ψυχή. Να το κρατήσεις για να με θυμάσαι. Κι ας ξέρω πως το πρωί θα γυρίσεις στην άλλη σου ζωή, σ’ αυτή που εγώ δεν είμαι μέρος της. Κι ας γυρίσω στην άλλη μου ζωή, σ’ αυτή που προσπαθώ να με πείσω πως θα μου περάσει.
Δεν είναι ότι δε μπορώ μόνη. Όλοι μπορούν μόνοι, ακόμη κι αν κάποιοι ισχυρίζονται το αντίθετο. Το μυαλό είναι αυτό που φωνάζει ότι δεν μπορεί, ενώ το σώμα κι η ζωή συνεχίζουν. Απλά μαζί σου ήμουν πιο ευτυχισμένη. Το χαμόγελο έβγαινε απ’ την καρδιά και μου κρατούσε συντροφιά όλη μέρα. Κι αυτό το κομμάτι που τώρα αιμορραγεί κενό, τότε δεν υπήρχε.
Μια μέρα. Αυτό ζητάω. Μια μέρα, 24 ώρες, 1.440 λεπτά, 86.400 δευτερόλεπτα γεμάτα από εμάς. Εγώ κι εσύ μόνο.
Και μετά, αν μπορείς, φύγε πάλι.