Γράφει η Ισμήνη Λαζάρου.
Πάει καιρός που νιώθω ευτυχισμένη.
Σε βλέπω να βουτάς στη θάλασσα και μου φωνάζεις να μπω.
Δε θέλω.Θέλω να μείνω εκεί να σε κοιτάω μέχρι να έρθεις να με βουτήξεις εσύ. Με το ζόρι.
Με βρέχεις και τσιρίζω.
Μια γιαγιά μας κοιτάει και λέει κάτι περι ηθικής. Την στραβοκοιτάς και ετοιμάζεσαι να απαντήσεις.
Πριν προλάβεις σου κλείνω το στόμα με φιλιά.
Βρίσκεις περίεργα κοχύλια και μου τα δίνεις να ακούσω τον ήχο της θάλασσας.
Χαράζω τα αρχικά μας στην άμμο, ψηλά εκεί που δε φτάνει το κύμα να τα σβήσει.
Ο καιρός πάει να χαλάσει. Άλλη μία καλοκαιρινή μπόρα ξεσπάει.
Μου φοράς τη ζακέτα σου. Την ακουμπάω πάνω μου και νιώθω το άρωμα σου να με κυριεύει.
Αλήθεια σου έχω πει ποτέ πόσο λατρεύω το άρωμά σου; Όχι κολόνιες, aftershave και βλακείες. Το άλλο το φυσικό, αυτό που αποπνέει το σώμα σου.
Κάνουμε διαγωνισμό ποιός θα φτάσει πρώτος σπίτι. Με περνάς, γυρίζεις πίσω και μου δίνεις το χέρι σου να τρέξουμε μαζί.
Φτάνουμε σπίτι λαχανιασμένοι. Κάθεσαι όπου βρεις. Ξέρεις ότι με ενοχλεί. Ξέρω ότι το κάνεις επίτηδες.
Βάζω μουσική στο τέρμα. Δε μπορώ χωρίς μουσική στο σπίτι.
Μου λες θα μαγειρέψεις. Πάλι θα κάνεις άνω κάτω την κουζίνα, πάλι θα σου γκρινιάζω.
Σε βλέπω όμως σκυμμένο πάνω από κατσαρόλες και νομίζω ότι σε ερωτεύομαι λίγο παραπάνω.
Δε μπορώ να συγκρατηθώ και έρχομαι να σε φιλήσω. Κάηκε το φαγητό. Δεν πειράζει .Δεν πεινούσα.
Μου φωνάζεις και θέλω να γελάσω.
Πόσο λατρεύω τον τρόπο που λες το όνομά μου. Μόνο έτσι θέλω να με λες.
Κανένα άλλο συνηθισμένο, γλυκανάλατο υποκοριστικό δε μου αρέσει. Το λες διαφορετικά.
Πάμε για ποτό. Τίποτα δε μου αρέσει.Έχει πολλή φασαρία εκεί έξω.
Κόσμος που στριμώχνεται και νομίζει ότι διασκεδάζει. Πάμε βόλτα και φυσάει.
Προσπαθώ να στρώσω τα μαλλιά μου και μου κρατάς τα χέρια.Τα προτιμάς ανέμελα να ανεμίζουν.
Τα μάτια μου βαραίνουν, μα όταν πέσουμε στο κρεβάτι πάλι τα ίδια.
Δε θα σ’ αφήνω να κοιμηθείς. Θέλω να κοιταζόμαστε και να μη μιλάμε.
Φοβάμαι μη με πάρει ο ύπνος και χάσω τις στιγμές. Εγώ που τον ύπνο πάντα τον λάτρευα, που δεν ήθελα να μοιράζομαι το κρεβάτι μου.
Θα ρθει πάλι το πρωί να μας ξυπνήσει η λατέρνα.
Στριμώχνομαι λίγο πιο κοντά σου και τα χέρια σου αυτόματα γίνονται αγκαλιά.
Ξεγλιστράω να φτιάξω πρωινό.
Τώρα που ξύπνησες θα ανοίξω τις κουρτίνες επιτέλους να μπει ο ήλιος να φωτίσει τα πρόσωπά μας.
Λατρεύεις τα μάτια μου, λες. Λατρεύω τα πάντα πάνω σου.
Με κοιτάς και με ρωτάς τι θέλω να κάνουμε. Θέλω ακόμα μία βόλτα, σου απαντώ.