Γράφει η Γ.
Σημείο συνάντησης μετά από πολύ καιρό το στέκι μου. Εγώ όπως πάντα στο γνωστό τραπέζι με τις κολλητές μου να τραγουδάμε και να προσπαθούμε να χορτάσουμε η μία την άλλη μέχρι την επόμενη φορά. Πρώτο φάουλ και μάλιστα δικό σου. Το κάνω εικόνα· εσύ να μπαίνεις μέσα στο μπαράκι με το ύφος του πιο εγωιστή τύπου που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Πολύ πιθανό να κρατάς και το χέρι της -δεύτερο φάουλ σου. Θα παραβιάσεις το μέρος που γνωρίζεις ότι συχνάζω αλλά δε θα κάνεις καν τον κόπο να έρθεις μόνος σου. Μην ανησυχείς, σε ξέρω καλά πια. Θα κατευθυνθείς προς το τραπέζι των φίλων σου και θα χαιρετηθείτε βρίζοντας την απόσταση που δε σας αφήνει να ξενυχτάτε πια μαζί.
Θα στρίψεις τσιγάρο και θα αρχίσεις να περιεργάζεσαι το χώρο. «Γνώριμα μάτια», θα σκεφτείς και θα με δεις στο βάθος να γελάω και να είμαι καλά στ’ αλήθεια. Σε έχω δει μάτια μου, μην αναρωτιέσαι. Θα στοιχημάτιζες πως δε θα ερχόμουν με τίποτα να χαιρετίσω, όμως, έχουν αλλάξει πολλά και τα μισά τα αγνοείς επιδεικτικά. Θα πλησιάσω και θα χαιρετίσω πρώτα έναν κοινό αγαπημένο μας όσο εσύ θα απορείς με την πάρτη μου, που για χάρη σου θα αγνοούσε τους πάντες, που σαν εσένα δεν είχε κανέναν. Θα πω ένα ηχηρό «γεια» για να μη φανώ αγενής στους υπόλοιπους και θα επιστρέψω στο τραπέζι μου. Α, ναι. Πολύ πιθανό να ρίξω κι ένα βλέμμα στο άτομο δίπλα σου, να χαμογελάσω και να κάνω το στομάχι σου να σφιχτεί, έτσι για το γαμώτο.
Άραγε, σε πονάει; Σε νοιάζεται; Στο δείχνει; Ξέρει ότι όταν πίνεις παραφέρεσαι; Σου φωνάζει να φοράς το κράνος σου; Θέλω να ξέρω! Είναι σε θέση να σε διαχειριστεί; Θα σε περιμένει να γυρίσεις όταν θα βάζεις πλώρη για τα όνειρά σου; Θα είναι ένας τρόπος να αισθάνεσαι σπίτι σου; Μπορεί; Μάλλον ξέρει να σε αγαπά με έναν τρόπο σιωπηλό κι ομορφότερο απ’ το δικό μου. Εγώ κάνω πάντα φασαρία, αγαπάω αλλιώς.
Θα βγω έξω απ’ το μπαρ. Μετά τα σκαλιά και λίγο δεξιά θα σε πετύχω μπροστά μου και θα αρχίσω να καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που δεν άκουσα τις κολλητές μου και δεν κάθισα στη θέση μου. «Τι κάνουμε;», θα ρωτήσεις. Θα σου πετάξω το μπαλάκι κι ελπίζω η συζήτηση να λήξει στο «μια χαρά» που θα μου απαντήσεις. Αλλαγμένος είσαι. Γιατί καπνίζεις, όμως; Τι τρέχει, βρε, μάτια μου; Εγώ γιατί τρέμω πάλι; Α, στο καλό! Θα μπω μέσα. Τρίτο φάουλ αλλά τώρα δικό μου.
Και το αστείο ξέρεις ποιο είναι; Ότι είμαι καλά. Αν με έβαζες να διαλέξω ανάμεσα σε μία βόλτα μαζί σου και σε μία όμορφη συνέχεια μαζί του θα επέλεγα εκείνον χωρίς καμία αμφιβολία. Εκείνον που μου έμαθε να είμαι αληθινή και σταράτη με τις ανθρώπινες σχέσεις, εκείνον που με πάει όλο και πιο κοντά σε αυτήν την εκδοχή του εαυτού μου που μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλες. Εκείνον που είναι εδώ και δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ήταν. Άρα, ναι. Θα επιστρέψω στο τραπέζι μου και η πόρτα του αγαπημένου μαγαζιού θα κλείσει πίσω μου. Με σένα εκτός. Μα αιώνια εντός.
Μπορεί, πλέον, να μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα -και σύντομα η θάλασσα που γουστάρουμε κι οι δύο από παιδιά- αλλά έχουμε κοινό σημείο αφετηρίας εμείς οι δύο. Ένα μέρος στο οποίο θα γυρνάμε κάθε φορά που ο κόσμος θα γίνεται σκληρός. Ισόβια αναγκασμένη να ζω «τυχαίες» συναντήσεις μαζί σου. Κατάλαβες τώρα γιατί η πόλη μου έγινε η γιατρειά μου; Είμαι ελεύθερη εδώ. Θα σου γράφω, λοιπόν, μονάχα στις συννεφιές της -που σε θυμίζουν πολύ. Και θα σε νοσταλγώ κάπου-κάπου- πάντοτε..