Γράφει η Αθηνά Δημητρού.
Είναι αλήθεια πως ξεχνάω πού βρίσκομαι όταν γράφω. Η σελίδα πάνω στην οποία είμαι σκυμμένη μού φαίνεται απέραντη σαν πλατεία. Στρώνω μια τεράστια πλατεία με μικρά μαύρα βότσαλα.
Εκείνο το κοκτέιλ με σταφύλι, ζάχαρη, χυμό από πράσινα λεμόνια, κανέλα και τριμμένο πάγο είναι δροσιστικό και κεραυνοβόλο. Γυρίζω σπίτι, μετά τις τέσσερις το πρωί, λίγο ζαλισμένη. Η παραλία πολύ παγωμένη και έρημη. Όπως κι εγώ. Η θάλασσα λάμπει, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει φεγγάρι, σαν να την φωτίζουν τα αστέρια. Στέκομαι μερικές στιγμές, μετά προχωρώ για το σπίτι μου.
Περνώ μπροστά απ’ το δικό σας. Βλέπω την κρύα βεράντα, που άλλοτε καθόσουν κι έλυνες σταυρόλεξα. Τα βράδια πάντα μια μαύρη φιγούρα καθισμένη σ’ αυτό το μπαλκόνι. Μόνος. Άλλοτε. Και μια κόκκινη μπαλίτσα στο μισοσκόταδο. Με αργές κινήσεις κάπνιζες, κοιτώντας την παραλία, εκεί που χώνονται τα παπούτσια μου στην άμμο. Εκεί στα βότσαλα. Όλα ίδια, μα εσύ μόνο ένα είχες ξεχωρίσει. Εμένα. Γυρίζω τη ματιά μου απ’ την άλλη μεριά στη θάλασσα, γιατί μόνο εκείνη δεν μπόρεσε να χωριστεί απ’ το κύμα της.
Μα, όταν φτάνω σπίτι μου, μπροστά στο τζάκι μου, δε συμφωνώ, ακόμη κι η θάλασσα, όταν ημερεύει και χτενίζει την επιφάνειά της το αεράκι, παγιδεύεται στη σαγήνη του και ξεχνάει το κύμα της. Μόνο η φωτιά καίγεται πάντα μαζί με τα ξύλα της κι όταν κοιτώ το χρώμα της και τη ζωηράδα της, σκέφτομαι εσένα.
Έκαιγες πάντα κάθε ανθρώπινη ύπαρξη δίπλα σου. Αργά και ολοκληρωτικά. Κάθε κύτταρο, εγκεφαλικό και μη, το έκαιγες μ’ ένα βλέμμα, με μια κίνηση, με πάθος για να πας στο επόμενο θύμα. Ναι, τώρα που το ξανασκέφτομαι είσαι ίδιος με τη φωτιά. Ζούσες απ’ τους ανθρώπους που τους μετέτρεπες σε κάρβουνα, γινόσουν δυνατός, αεικίνητος, ζωντανός.
Βιοτική ανάγκη για σένα, να γεμίζεις ελπίδες και να καις με τον έρωτά σου και μετά να κερατώνεις. Ακόμη κι όταν το προηγούμενο θύμα σου γινόταν κάρβουνο, το αποτελείωνες αργά, σιγοκαίγοντας στο κουφάρι του, μέχρι από κόκκινο σπινθηροβόλο να γίνει γκρι και στάχτη. Και όσα περισσότερα κάρβουνα μαζί, τόσο πιο ζωντανός εσύ.
Ένα παιχνίδι άνισο, με μόνο νικητή εσένα. Ποτέ σου δε σκέφτηκες τον πόνο που αφήνεις πίσω σου όταν ξενοκοιμάσαι σε άλλα κρεβάτια. Ή μάλλον, ναι, το σκέφτηκες και φρόντισες να είναι πολύς. Όσος περισσότερος πόνος, τόσο πιο πολλά έταζες κι όσα πιο πολλά έταζες, τόσο καλύτερος ηθοποιός και εραστής γινόσουν, κι όσο καλύτερα έμπλεκαν καρδιές στο κορμί σου, τόση ζωή έπαιρνες.
Ο πόνος των άλλων για ένα τίποτα. Μέχρι που από φωτιά μοναδική που έκαιγες, έγιναν δύο. Ώπα, λες, τι έγινε εδώ, θα μοιραστώ το οξυγόνο μου; Κι όμως, εκείνο το ξύλο, που το είχες μαριονέτα στις κλωστές σου, να κινείται κάτω απ’ τη φωτιά σου, ή έτσι νόμιζες, βρήκε δύναμη και δεν του έφτανες εσύ. Δύσκολο ό,τι κάνεις να το παθαίνεις.
Την έκαιγε πολύ, με τον ίδιο ολοκληρωτικό τρόπο, τις ίδιες στιγμές με σένα, της έδινε την ίδια λάμψη, το πάθος, τη δύναμη. Κι εσύ κοιτούσες σαστισμένος κι ανήμπορος να πάρεις λίγο κομμάτι από το «ξύλο» σου, ώσπου σου πήρε η άλλη φωτιά κάθε χιλιοστό αυτού που κατείχες.
Έσβηνες μαζί με τους εφιάλτες σου, θυμόσουν τα χείλη της που ποτέ δεν πρόσεξες, τα μαλλιά της πόσο ωραία μύριζαν και εσύ τα γέμιζες κάπνα, τα χέρια της και οι ώμοι της πόσο άσπροι και βελούδινοι ήταν. Έτσι ήταν ή τώρα ομόρφυνε τόσο πολύ, σκεφτόσουν. Κάτωχρος, νηστικός, σ’ ένα κρεβάτι με παρέα το τασάκι με τα σβησμένα τσιγάρα στο κομοδίνο σου.
«Αναθεματισμένο πορτατίφ!», το πετάς και σπάει. Ήταν τόσο φωτεινό και γεμάτο ήλιο το χαμόγελό της και στα μάτια της ένας κόσμος Αιγαίο και ελπίδα όταν σου το αγόρασε για να έχει φως το κρεβάτι σας. Πέρασε τα χέρια της γύρω απ’ το σβέρκο σου, απλώνοντας φιλιά γλυκά στο λαιμό σου, κοιτώντας σε στα μάτια γελαστή.
Ξαπλώσατε σ’ αυτό το κρεβάτι μαζί μέχρι τη βαθιά νύχτα, την άφησες να κοιμάται σαν νεράιδα με τα καστανόξανθα μαλλιά της ανακατεμένα και τούφες γύρω απ’ αυτά τα χείλη. Φωτισμένη με το φως του πορτατίφ. Βγήκες στην βεράντα να καπνίσεις κοιτώντας τη θάλασσα και τώρα θυμάσαι πόσο όμορφη ήταν όταν κατεβαίνατε στην παραλία και την γαργαλούσες στην άμμο, στα βότσαλα.
Γυρνάς πλευρό ν’ αλλάξεις σκέψεις. Να γλυτώσεις απ’ τη μορφή της που ζωντανεύει και σε φιλάει τώρα δα μπροστά σου αχνά, μα κλείνοντας τα μάτια σου, βλέπεις τα κορμιά που άγγιζες, τα βογκητά που έπαιρνες και ξάφνου το χέρι ενός άντρα να την χαϊδεύει στο τέλος του χαμόγελού της. Σε εκείνα τα φουσκωτά μαγουλάκια με το ένα λακκάκι. Και τώρα, ναι, ξέρεις.
Ο έρωτας είναι σαν την φωτιά. Καίγεσαι απ’ την ορμή του άλλου, ζεις απ’ την παρουσία του, χάνεσαι όταν σε κοιτάζει, όμως το ίδιο καίγεσαι και όταν φεύγει. Κι έφυγε, γιατί δεν την αγάπησες, όσο δεν άντεχες άλλο. Και τώρα είναι πολύ αργά.
Τα τσιγάρα σου δε μυρίζουν το άρωμα της μπλούζας της και οι στάχτες δεν έχουν ζωή όπως αυτή.