Γράφει η Τόνια Σ.
Δεν ταιριάζαμε λέει, εμείς που ήμασταν η επιτομή του ταιριάσματος. Και συμφώνησα κι εγώ στα λόγια τους. Ναι μωρέ, δεν ταιριάζαμε, μην τυχόν και σπάσω την εικόνα μου, μη φανεί ότι κάνω πίσω και σιγά μην κάθομαι τόσες βδομάδες μετά να σε σκέφτομαι ακόμα ή ν’ αμφιβάλλω. Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι.
Προχώρησες κύριος, καλά έκανες, άλλωστε εγώ δεν το ‘πα; Εγώ δεν το απόφασισα; «Μπορείς να ενοχλείσαι που σε ξεπέρασε αλλά δεν μπορείς να γκρινιάζεις», μου ‘πε μια άλλη προχτές κι έμεινα χωρίς ακροατές στην γκρίνια μου.
Με βόλεψε, δε λέω. Ουδείς θέλει ν’ ακούει μια διπολική να παραπονιέται για τις συνέπειες των αποφάσεών της κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ άβολη η θέση τους να προσποιούνται τους ανεκτικούς, όταν πρέπει απλώς να κράξουν χωρίς να υπάρχει αύριο. Φίλοι σου λέει μετά. Χαϊδέψτε μου ρε λίγο ακόμα τ’ αυτιά μπας και ξεχάσω την παπαριά που έκανα.
Κι εσύ ν’ αράζεις στον καναπέ και να τρως την κρέπα που έτρωγες μαζί μου με μια αγνώστου προελεύσεως και ταυτότητας που θα με διευκολύνει απείρως να τη φανταστώ ανέραστη κι άοσμη. Τη γαμάς τόσο καλά; Γελάει με τις ανοησίες σου; Γουστάρει όντως; Τη βολεύει το ανάσκελά σου που πιάνει όλο το χώρο και αναγκαζόμουν να χώνω το δεξί μου χέρι κάτω απ’ τη μέση μου ή ανάμεσα στην τρύπα απ’ τα μαξιλάρια σου, ανάθεμα τα μαξιλάρια σου, που συνήθισα γαμώτο σου να ‘χω ένα χέρι μονίμως μουδιασμένο, αρκεί το άλλο ν’ ακουμπούσε εσένα.
Εσένα που τώρα «δεν κάνεις τέτοιες σκέψεις για εμάς». Μια ανθρώπινη επαφή έγινα. Κοινωνική, αρκούντως τυπική συνθήκη, ίσα ίσα για να συντηρηθούν τα savoir vivre που υπηρετείς. Μη σε πει και μαλάκα ο εαυτός σου, μη νιώσεις κι αναίσθητος. Σε νοιάζω άραγε καθόλου; Αλήθεια, θυμάσαι ακόμα πώς γελάω;
Δεν ταιριάζαμε λέει κι έμεινα να κοιτάω αποχαυνωμένη τον καπνό απ’ τα κυκλάκια του διπλανού μου, που σε κάθε πρώτη ευκαιρία θα ‘χωνε τον αγκώνα του στο δεξί μου μπούτι και βρωμοκοπούσε ο τόπος σαπίλα κι επιφάνεια.
Μη στεναχωριέσαι, η ζωή κάνει κύκλους, είναι όλα για καλό, βγαίνουμε πιο δυνατοί από τις δοκιμασίες, αυτές οι κλασικές ανοησίες που λέμε όλοι με την ελπίδα να πάψει ο απέναντί μας το παραλήρημα της θλίψης, μπας και πούμε κάτι πιο ευχάριστο, να κάνουμε ένα «’γεια μας» , να σπάσει η μιζέρια, να μην παίξουμε κι απόψε τον ψυχολόγο. Και καταπίνεις αμάσητες τις ανοησίες, παρηγοριά στον άρρωστο, τι στο διάολο θα βγουν τα λεωφορεία στους δρόμους, θ’ αρχίσει η κανονικότητα της μέρας, θα ξεχαστείς για λίγο.
Δεν ταιριάζαμε κι έγνεψα καταφατικά. Θυμήθηκα να τσεκάρω στη λίστα με τα dont’s σου μπας και πειστώ. Αυτή σου η υπερχαλαρότητα που μου έδινε στα νεύρα, το πλάνο που δεν είχαμε, το πλάνο που μου έλειπε, σκατά στο πλάνο, σκατά και στα μούτρα μου. Και το χούι σου να κοιμάσαι με αναμμένη τηλεόραση, να μη με αγκαλιάζεις και με τα δυο χέρια. Όλα τα θυμήθηκα ένα ένα. Σαφώς και δεν ταιριάζαμε, εδώ το διακρίνουν αυτοί που μας ζήσανε δέκα λεπτά, εμείς πού στο καλό μπουρδουκλωθήκαμε και μας πήρε τόσο να το πάρουμε χαμπάρι;
Και καθώς όσο στο ταξί ωσάν μια άλλη πρωταγωνίστρια από film noir άφηνα τα μαλλιά μου να ακουμπάνε οροφή απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, συνειδητοποίησα ότι ουδόλως με κόφτει αν τελικά ταιριάζαμε ή όχι.
Αρκούσε που μιλούσαμε χωρίς να μιλάμε. Αρκούσε που οι ώρες έτρεχαν νερό, που δε μας έφταναν τα 24ώρα. Αρκούσε το γέλιο μας.
Αλήθεια, θυμάσαι ακόμα πώς γελάω; Γιατί εγώ με έχω (ξε)χάσει.