Γράφει η Τάνια.

 

Να γελάσω ή να κλάψω. Δεν ξέρω πια μετά από τόσο καιρό που μεγαλοφώνως αναζητούσες την ηρεμία που τόσο σου χαλούσα. Εγώ που ήμουν εκεί σε κάθε σου χαρά και λύπη. Γιατί στο τέλος κατάλαβα πως απλά δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω.

Περνούσαν οι μέρες και τα καπρίτσια σου ήταν απλωμένα καθημερινά σε κάθε σου λέξη. Κι αυτές σου οι παράξενες σπασμωδικές αντιδράσεις εμένα μου φαίνονταν απλά αστείες. Και μέσα μου αφού χαλάστηκα 100 φορές μετά γελούσα σαν χαζό αφού η παράνοιά σου, αγάπη μου, μόνο γι’ αυτό έκανε. Σε άφησα να νομίζεις πως το πάνω χέρι το είχες μόνο εσύ. Σε άφησα να κάνεις το δικό σου κομμάτι μέχρι εγώ να σταματούσα να γελώ και να σε έστελνα εκεί που έπρεπε απ’ την αρχή.

Ξεκίνησες καινούργια ενδιαφέροντα, εσύ που μόνο τον καναπέ σου αγάπησες. Κι έβαζα συνεχώς στοιχήματα για το πόσο θα κρατήσουν αυτή τη φορά. Και το σχέδιο ήταν προμελετημένο αυτή τη φορά. Γιατί στις δικές σου φυγές, εγώ έσπασα. Και κάθε που γυρνούσες απλά το κενό μεγάλωνε. Έτσι σε μια στιγμή διαύγειας αποφάσισα να το ξεφτιλίσω, να το μπουχτίσω το «μαζί» μας για να το βλέπω και να ξυπνούν όλα τα έντονα συναισθήματα βαρεμάρας που μου προκαλούσες πια. Γιατί βαριόμουνα τη βαρεμάρα σου και τη συμπεριφορά της ανωτερότητάς σου.

Το τέλος πλησίαζε όταν σε κάθε σου μικρό καπρίτσιο καρφί δε μου καιγόταν. Όταν στα «θέλω να σε δω» σου προτιμούσα να μένω στο σπίτι να κοιτάω τους τοίχους. Γιατί το ίδιο ενδιαφέρον είχατε. Μονό που οι τοίχοι ίσως να είχαν περισσότερο μυαλό από σένα. Το σχέδιο εκδίκησης ήταν γλυκό και μελετημένο, να σε πατήσω εκεί στον λαβωμένο πια εγωισμό σου. Σε μπούχτισα, αλλά ήθελα να σου μείνω αξέχαστη.

Σε πίεσα να ξεστομίσεις αυτό που τόσο περίμενα. Το αγαπημένο σου «Άσε με να ηρεμήσω κι όταν θα γίνει αυτό θα ξαναμιλήσουμε». Κι όταν το άκουσα ένιωσα σαν φτωχαδάκι που κέρδισε το Τζόκερ. Μόνο που αυτή τη φορά για απάντηση πήρες πως είναι ό,τι καλύτερο. μιας και δεν είχα πια κανένα κοινό με σένα και σε βαρέθηκα περισσότερο απ’ το καθετί.

Πέρασαν οι μέρες και κάπου εκεί ίσως και να παραξενεύτηκες που καμία ενόχληση δεν είχες. Φρόντιζα να βλέπεις πως η ζωή μου μακριά σου ήταν όντως ωραία. Γιατί για μένα κατάντησες ένας βραχνάς. Μια αγγαρεία. Και τελευταία φορά που κοίταξα το αίμα σου δεν ήταν γαλάζιο για να μπορείς να διατάζεις και να διαλέγεις ανθρώπους ανάλογα με τις ορέξεις σου.

Το μήνυμά σου ήρθε με δυο λεξούλες. Το δικό μου με καμία. Γιατί δε σφάξαμε. Όταν ζητάς ηρεμία, ζητώ οριστική αποβολή απ’ τη φασαριόζικη δικιά μου ζωή. Γιατί δε γουστάρω πια κανέναν κομπάρσο να το παίζει σκηνοθέτης στο δικό μου έργο.

Θα σου λείπω σε κάθε στιγμή που περνά κι αυτή η σιωπή μου θα ανοίγει καθημερινά πληγές στον ήδη χτυπημένο εγωισμό σου. Γιατί δεν έμαθες να χάνεις κι εγώ δεν έμαθα να υπακούω. Θα παρακαλάς τις ανησυχίες μου να έρχονται να σε στοιχειώνουν αυτά τα ανούσια βράδια που θα σκορπάς το κενό σου δεξιά κι αριστερά, γιατί μόνο αυτό έμαθες να κάνεις καλύτερα.

Κι αν και δεν το ‘θελα, λυπάμαι πραγματικά. Γιατί δεν πρόκειται ποτέ να κρατήσεις αυτό που θες στη ζωή σου από φόβο μην πληγωθείς. Απλά δεν ήμουν του σιναφιού σου και ποτέ δε θα γίνω. Άσε τα άπιαστα ελεύθερα και βρες τα αζήτητα δίπλα σου. Καληνύχτα, καλή συνέχεια και στο καλό!

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη