Γράφει η Ματθίλδη.
Δεν ξέρω αν ήταν νοσταλγία ή περιέργεια. Όταν σ’ έψαξα στο facebook δεν ήμουν σίγουρη γιατί το έκανα. Ήσουν απλά μια σκέψη που μου πέρασε απ’ το μυαλό κι αφού υπάρχει αυτή η ευκαιρία να κρυφοκοιτάξεις στη ζωή του άλλου, είπα «γιατί όχι;» και πληκτρολόγησα το όνομά σου στη σελίδα.
Δυσκολεύτηκα λίγο να σ’ αναγνωρίσω, έχεις αλλάξει, όντως. Αλλά με ένα ζουμ στη φωτογραφία σου, θυμήθηκα το χαμόγελο –ναι, όσα χρόνια κι αν περάσουν το χαμόγελο ενός ανθρώπου παραμένει το ίδιο– και βεβαιώθηκα ότι ήσουν εσύ.
Γίναμε φίλοι, λοιπόν, κι αυτό ήταν όλο. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Ξέρεις ότι έχουν περάσει τρία χρόνια που ‘μαστε διαδικτυακοί φίλοι και μόλις τώρα μιλήσαμε; Τι διάολο! Τρία χρόνια χωρίς ένα like, ούτε μια ευχή. Και τώρα που είχες γενέθλια, τι με έσπρωξε να σου ευχηθώ, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δεν το έκανα, δεν το ξέρω. Μπορεί να ‘ταν και για τυπικούς λόγους, να ‘ταν μια κίνηση αυθόρμητη κι αυτόματη, να μην πρόλαβα να το επεξεργαστώ στο μυαλό μου. Άλλωστε, εγώ εύχομαι σε όλους. Με το που σκάει μύτη η ειδοποίηση απλά μπαίνω στα προφίλ και βάζω ευχές. Το θεωρώ πολύ όμορφο να προσθέτεις χαμόγελα στους ανθρώπους.
Έτσι, σου έγραψα «Χρόνια Πολλά». Τι ψυχή έχει ένα «Χρόνια Πολλά»; Έτσι σκέτο, ούτε μια καρδούλα δεν έβαλα! Προφανώς, όμως, είχε, γιατί τα χρόνια ήταν ήδη πολλά… Ήμασταν δεκαπέντε χρόνων και τώρα φτάσαμε τριάντα δύο. Για κάνε την αφαίρεση. Δεκαεφτά χρόνια χωρίς ν’ ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη, ούτε ένα τηλεφώνημα, τίποτα απολύτως. Δύο άνθρωποι που συναντήθηκαν στην εφηβεία, αντάλλαξαν γράμματα, μοιράστηκαν αναμνήσεις, έδωσαν φιλιά κι υποσχέσεις κι έπειτα απλά χάθηκαν μέσα στον χρόνο. Παράλληλες ζωές, άλλοι κόσμοι. Ακόμα κι αν σε σκέφτηκα σε κάποιες στιγμές, ήταν ελάχιστες φορές και δεν έδωσα σημασία. Λες κι η τομή που μας έφερε κοντά τότε δε συνέβη ποτέ.
Και κοίτα να δεις που ένα απλό «Χρόνια πολλά» στάθηκε η αφορμή να μου στείλεις ένα μήνυμα. Ξαφνιάστηκα, αλήθεια σου λέω. Φάνηκε η αμηχανία σου, ο δισταγμός. Δεν ξέρω αν κόμπιαζες επειδή αισθανόσουν άβολα να μιλάς με ‘μένα ή επειδή υπάρχει κι ένας έγγαμος βίος στην εικόνα. Χάρηκα που μιλήσαμε, ήταν μία όμορφη βόλτα στο παρελθόν, ακριβώς επειδή δε μιλήσαμε γι’ αυτό, αλλά γιατί είπαμε λίγο τα νέα μας, γελάσαμε κι έκλεισε εκεί η κουβέντα. Ή, δηλαδή, έτσι νόμισα.
Δυο μέρες μετά έσκασε ξανά μήνυμά σου. Αιφνιδιάστηκα, αλλά προτίμησα να το παίξω κουλ. «Ενοχλώ;» ρώτησες, «Όχι βέβαια, πες μου» απάντησα και δεν άργησες να μου εξομολογηθείς ότι τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλά, γιατί με σκεφτόσουν τόσο έντονα αυτές τις δυο μέρες που «μπορεί και να το ένιωσα», συμπλήρωσες χαρακτηριστικά.
Ευθύς πήρα αμυντική θέση αλλά χωρίς να πανικοβληθώ. «Δεν είναι τίποτα» σου έγραψα. «Απλά συνέβη επειδή μιλήσαμε και θυμήθηκες τα παλιά» (τα πολύ παλιά, εδώ που τα λέμε). Σου υπενθύμισα πόσο όμορφη ζωή έχεις φτιάξει και πόσο μεγάλη ευλογία είναι που έχεις οικογένεια (αφού το διάλεξες, ήθελα να συμπληρώσω, αλλά είπα να το αποφύγω). Σου έστειλα δυο χαμόγελα –τα φιλιά μπορεί να σε μπέρδευαν ακόμα περισσότερο– και θεώρησα ότι η υπόθεση έληξε. Αμ δε.
Ναι, αυτή ήταν η σωστή απάντηση, το παραδέχτηκες, αλλά δεν ήταν αυτή που ήθελες ν’ ακούσεις. «Η πρώτη αγάπη είναι πάντα η πρώτη αγάπη» έγραψες κι εγώ χαμογέλασα, γιατί δεκαεφτά χρόνια είναι πολλά για να θυμόμαστε την πρώτη αγάπη (ή τις πολλές πρώτες αγάπες, κι αυτό γίνεται). Δεν ήθελα να μου κρατάς μούτρα κι άλλαξα την κουβέντα, μα εσύ επέμεινες διακριτικά κι έτσι αναγκάστηκα να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω ρόλο το 2019. Ο ρόλος μου ήταν μικρός σε διάρκεια μεν αλλά μεγάλος σε βαρύτητα δε, το 2002. Κι εκεί θα παραμείνει.
Μα όταν έγραψα αυτή την αράδα, κάτι κλότσησε μέσα μου και βιάστηκα να συμπληρώσω πως αν θες να μου μιλάς κάπου-κάπου, μπορείς να το κάνεις. «Εδώ θα ‘μαι» υποσχέθηκα. Ίσως να μην έπρεπε να προσφερθώ, αλλά εκείνη την ώρα φαινόταν όχι μόνο αθώο αλλά και σωστό. Αποδεκτό κι ακίνδυνο.
«Το μόνο που με στεναχωρεί είναι που δεν έχω ακούσει τη φωνή σου τόσα χρόνια» έγραψες και μόλις το διάβασα συνειδητοποίησα ότι, ναι, γαμώτο, δεν είχα ακούσει ούτε εγώ τη δική σου κι αυτό ήταν τουλάχιστον τραγικό! «Μπορείς να με πάρεις τηλέφωνο όποτε θέλεις» δήλωσα. «Μόνο με φιάλη οξυγόνου» διευκρίνισες. «Θα μείνω από καρδιά αν σε ακούσω, το ξέρω στα σίγουρα!»
Γέλασα δυνατά, παιχνιδιάρικα, κάνοντας μια μεγάλη βουτιά στην εφηβεία και διαπράττοντας ένα μεγάλο σφάλμα. Ετοιμάστηκα να σου δώσω τον αριθμό του τηλεφώνου μου, αν τον ζητούσες, πράγμα που δεν άργησε να γίνει. Κι έτσι απλά, κλείσαμε ραντεβού για να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, έτσι όπως κάναμε παλιά. Μόνο που τώρα δεν έπρεπε να κρυφτείς απ’ τους γονείς σου για να με καλέσεις. Κι εγώ κοιτούσα την ώρα που περνούσε για να δω έναν άγνωστο αριθμό στην οθόνη. Κι ανυπομονούσα, ξέρεις.
Μιλήσαμε πολύ λίγο και παρόλο που νόμισες ότι είχε κενά η κουβέντα μας, εγώ είχα πολλά ακόμα να σου πω. Μ’ εντυπωσίασε και με συγκίνησε που στα τόσα χρόνια, όποτε σου δινόταν η ευκαιρία, μάθαινες για ‘μένα. Ήθελα να μοιραστώ κι άλλα μαζί σου, όμως τη δεδομένη στιγμή δε γινόταν. Ξέρεις γιατί; Γιατί εσύ με ρώτησες αν έχω παντρευτεί κι είπα πως όχι, αλλά δε ρώτησες αν έχω σχέση. Λες και μόνο ο γάμος μετρά ως δέσμευση.
Τώρα, όμως, τι γίνεται; Όλη αυτή η αθώα κουβέντα γυρνάει στο μυαλό μου συνεχώς. Όσο κι αν λέω στον εαυτό μου ότι δεν ήταν κάτι, σιγά το πράγμα, εντούτοις σ’ έχω μέσα στο κεφάλι μου όλη την ώρα. Δεν μπορώ να σου τηλεφωνήσω, δεν μπορώ να διακινδυνεύσω να σου στείλω μήνυμα. Και γιατί να το κάνω; Τι θα σου πω; Κι όμως. Θα μπορούσα να σου πω όλα τα υπόλοιπα νέα που δεν είπαμε τις προάλλες στο τηλέφωνο. Ή θα μπορούσα να σε ρωτάω πράγματα για ‘σένα. Ή δεν ξέρω. Θα μπορούσα ν’ ακούω τη φωνή σου μόνο.
Δε μ’ αρέσει αυτό που μου συμβαίνει. Είναι μαλακία κι εγώ δεν τα γουστάρω αυτά τα μπλεξίματα. Μακάρι να μη μου ξαναστείλεις μήνυμα, να γίνουν όλα όπως ήταν πριν. Χα, σιγά μη γίνουν!
Και μη μ’ ακούς, όποτε θέλεις, στείλε μου μήνυμα. Θα χαρώ. Πολύ.