Γράφει η Αθανασία.

 

Μου λείπεις. Είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν σε φέρνω στο νου. Μου λείπει η φωνή σου, η μυρωδιά σου, το γέλιο σου όταν σου έλεγα αστεία, η αγκαλιά σου η σφιχτή, τα χέρια σου. Και θα μου πεις, τι είχα; Το λίγο σου. Ναι, μου λείπει το λίγο σου. Γιατί για’ μένα ήταν δυνατό, πιο δυνατό από τα «πολύ» των άλλων.

Δέχομαι ότι εξαπατήθηκα. Ότι έπεσα θύμα της αθωότητάς μου, ότι ίσως και να εθελοτυφλούσα. Δε δέχομαι, όμως, ότι όταν μου ψιθύριζες «μου έλειψες» και με φιλούσες στην κορυφή του κεφαλιού, ήταν ψέματα. Δε δέχομαι ότι όταν μου άφηνες «σε θέλω» πάνω στο σώμα μου, υποκρινόσουν. Εμείς οι δύο ξέρουμε καλά τι ήταν αλήθεια και τι ήταν ψέμα. Κι εκείνες τις στιγμές με τα μπλεγμένα σώματα, που η μια καρδιά χτυπούσε πάνω στην άλλη, δεν μπορεί να μας τις πάρει κανείς.

Μου χρωστάς. Όσα μου έταξες εκείνα τα αξημέρωτα βράδια που νύσταζα αλλά δε σου έλεγα «καληνύχτα». Και σου χρωστάς. Όλα όσα μπορείς να είσαι μαζί μου, όπως εσύ παραδέχθηκες. Για την επιμονή σου να με κερδίσεις. Για την υπομονή που μου ζήτησες. Για τις αλήθειες σου που έδωσαν ξανά πνοή στην καρδιά μου. Για τα ψέματά σου που συγχώρεσα. Για το συμβιβασμό που υπέδειξες. Για το συμβιβασμό που δέχθηκα. Και που θα δεχόμουν, ξανά και ξανά. Για όλα αυτά, μου χρωστάς και σου χρωστάω.

Οι άνθρωποι συχνά δεν μπορούν να καταλάβουν. Έχουν μάθει να κατακρίνουν, να καταδικάζουν, να ισοπεδώνουν. Μόνο όταν πονάνε απαιτούν να είσαι στήριγμα. Όταν έρχεται η σειρά τους να παρηγορήσουν, τα ξεχνάνε όλα. «Θα σου περάσει», «αντιδράς υπερβολικά», «πώς κάνεις έτσι, υπάρχουν και χειρότερα». Ξέρετε, δεν περίμενα εσάς να μου πείτε ότι θα μπορούσε να μου είχε συμβεί κάτι χειρότερο. Το πόσο, όμως, πονάει κανείς και πόσο του λείπει κάτι, το ξέρει καλά μόνο ο ίδιος.

Ο χρόνος, λένε, τα γιατρεύει όλα. Μαλακίες. Ο χρόνος γιατρεύει μόνο όσα δεν ήταν αρκετά σημαντικά για ‘σένα. Τα υπόλοιπα, τα πραγματικά σπουδαία, μόνο να τα απαλύνει μπορεί. Να πάρει μακριά κάτι από την έντασή τους. Να τα ξεριζώσει, όμως, από μέσα σου, αδύνατον.

Μοναξιά δεν είναι όταν είσαι μόνος. Αυτό ίσως και να αντέχεται. Μοναξιά είναι όταν, ακόμη κι αν είσαι με χιλιάδες κόσμο γύρω σου, σου λείπει αυτό που αγαπάς. Αυτό το κομματάκι που συμπληρώνει τόσο μοναδικά την καρδιά σου. Το πρωτότυπο. Τα αντίγραφα, όσο παραπλήσια και να ‘ναι, μπορεί να σου γεμίσουν το κενό για λίγο διάστημα. Να σε ξεγελάσουν, να σε κάνουν να νομίζεις ότι γλίτωσες. Όμως το κενό δεν ξεγελιέται για πολύ. Ξέρεις τι δύναμη έχει; Να κλείσει την πόρτα στα μούτρα των αντιγράφων και να σε κάνει να υποφέρεις διπλά που τόσο καιρό ανάλωνες ψυχή και πνεύμα σε ψέματα.

Δεν ξέρω τι περιμένεις και δε φεύγεις από εκεί. Ή μάλλον, τι φοβάσαι. Τι σε κρατάει σε καταστάσεις αμφίβολες, με μέτρια συναισθήματα. Και δεν ξέρω τι περιμένω και δε στα διαλύω όλα. Βασικά, ξέρω. Θέλω μόνος σου, συνειδητά να επιλέξεις. Χωρίς παρεμβολές, χωρίς υστερίες και παιχνίδια. Ειδάλλως, τι νόημα έχει;

Είναι οριστικό, μου λένε. Ξέχνα το, μου λένε. Όμως, όταν με κοιτάς μ’ εκείνο το γαμημένο το βλέμμα, ξέρεις και ξέρω πως όλα είναι ακόμα εκεί. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Θα ‘θελα να βλέπω τα μάτια σου όταν διαβάζεις αυτές τις γραμμές.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη