Γράφει η Αμαλία
Τι ιδιαίτερο έχει ένας άνθρωπος και σε κάνει να θες να γράψεις τόσα πολλά γι’ αυτόν; Το μυαλό σου να τρέχει γρηγορότερα απ’ την ικανότητά σου να σχηματίσεις λέξεις κι οι εικόνες που σχηματίζονται μπροστά σου να σε γυρνάνε σε στιγμές μοναδικές για σένα. Έτσι κι εγώ.
Κάποτε μου ‘ταν δύσκολο να γράψω για σένα κι ας ήξερα πως θα διαβάσεις κάθε μου λέξη και θα ξέρεις πως έχει χτιστεί πάνω σου. Κι ακόμα απορώ γιατί επιλέγω να γράφω για σένα. Γιατί τα κείμενά μου φωνάζουν το όνομά σου κι εσύ ακόμα και τώρα έχεις εκείνο το μηδίασμα, το χαμόγελο που λατρεύω όταν σου λέω πώς νιώθω για σένα. Σαν μικρό παιδί που σκύβει το κεφάλι του γιατί ντρέπεται μπροστά σε κάτι όμορφο που μόλις έχει ακούσει. Σε θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορείς να με κοιτάξεις, πως το βλέμμα μου σε μαγεύει. Θυμάμαι να σου λέω πως τα μάτια σου μου έκαναν κακό. Μαύρα ήταν, σκούρα καστανά; Δε θυμάμαι. Χανόμουν κάθε φορά που με κοιτούσες. Σάστιζα. Εκεί μείναμε. Σ’ εκείνο το σημείο χώρισαν οι δρόμοι μας.
Ξέρεις τελικά γιατί επιλέγω να γράφω ακόμα για σένα; Γιατί κάποτε μου είπες πως αυτό που έχουμε εμείς οι δύο είναι σαν ταινία. Από το πρώτο μας φιλί, μέχρι το τελευταίο. Σου είχα πει όμως πως δεν έχουν όλες οι ταινίες ευτυχισμένο τέλος. Πως το δικό μας είχε γραφτεί πριν καλά-καλά ξεκινήσουμε. Πού είσαι τώρα να με δεις να χαμογελάω καθώς σκέφτομαι τις στιγμές μας, καθώς γυρνάω τον χρόνο πίσω;
Η δική μας ιστορία ήταν μια ρομαντική ταινία. Μια ταινία στην οποία οι πρωταγωνιστές έπνιξαν τα συναισθήματά τους, αρκέστηκαν σε άλλες αγκαλιές, επέλεξαν να χωρίσουν τους δρόμους τους πριν δώσουν την παραμικρή ευκαιρία να ακολουθήσουν τον ίδιο. Επιλογή σου ήταν αυτή. Όχι δική μου. Ξέρω πλέον πως εμείς οι δύο δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί.
Κάπου εκεί στο πρώτο βλέμμα χάθηκα στα μάτια σου, μαγεύτηκα, με κατέστρεψαν, έτσι πρησμένα και κουρασμένα που ήταν πάντα. Στο πρώτο φιλί, εκεί που δεν προλάβαμε να συζητήσουμε ή να το διαπραγματευτούμε. Εκεί ανέπνεα όταν ανέπνεες εσύ. Και μου ‘φτανε το οξυγόνο σου. μωρό μου. Μου αρκούσε. Με γέμιζε, δεν ήθελα άλλο. Οι βόλτες μας καθημερινά το ξημέρωμα κι ας ήξερες πως ξυπνούσα νωρίς για την δουλεία. Θέλαμε να γυρίσουμε όλη την πόλη με τα πόδια, μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. Εκεί που δε μας έβλεπε κανείς. Να μου κρατάς το χέρι, να με σηκώνεις αγκαλιά, όπως ο Johnny την Baby στο Dirty Dancing. Να μην μπορείς να μου χαλάσεις κανένα χατήρι, να μου λες με τις ώρες για το πώς το πεπρωμένο επέλεξε να ενώσει τους δρόμους μας, πως είμαι η παράνοιά σου. Πάλι εσένα θα επέλεγα ό,τι κι αν γινόταν. Εσύ ήσουν ο εθισμός μου. Να μην μιλάμε αλλά να με ψάχνεις κάθε φορά που παίζει το τραγούδι μας. Εκείνα τα φιλιά στα κλεφτά, κάθε ματιά μια φωτιά. Τι να το κάνω;
Την απόλαυσα την ταινία μας. Κάθε δευτερόλεπτο. Έπαιζα με την φωτιά. Μα συνέχιζα να επιτρέπω στον λύκο να με γυρίζει σπίτι. Να χάνομαι στο βλέμμα του, να μεθάω από τα φιλιά του και να παραμυθιάζομαι απ’ τα λόγια του. Να επιτρέπω να με οδηγεί στην καταστροφή. Κι αυτός το ήξερε. Κι όσο κι αν δεν ήθελε να μου κάνει κακό ήταν στη φύση του να ακολουθήσει την πορεία του παραμυθιού. Η ταινία τελείωσε και δεν υπάρχει δυνατότητα επαναπροβολής. Οι τίτλοι τέλους έπεσαν και γνωρίσαμε τους πρωταγωνιστές. Μα να θυμάσαι. Η ικανότητα που έχει ένα βλέμμα να σε μαγεύει και να σε ταξιδεύει θα την έχει κάθε φορά που θα συναντιέται με το δικό σου.