Περασμένα μεσάνυχτα. Κάθομαι στη γνωστή μου πολυθρόνα την ώρα εκείνη που θα προτιμούσα να με έπιανε ύπνος απ’ το να κάνουν πάρτι οι σκέψεις στο κεφάλι μου. Στο χέρι ένα Davidoff Slim Gold. Έχει γίνει πια καθημερινή συνήθεια. Με ξεγελάω πως και καλά είναι το αγχολυτικό μου και στην τελευταία τζούρα βαδίζω προς το κρεβάτι. Κάτι σαν ιεροτελεστία μοιάζει, κι ας μισώ τον καπνό. Δε ρουφάω καν, κοιτάζω άρον άρον να τον διώξω.
Δίπλα μου ένα ποτήρι. Στα καλύτερά μου επιλέγω Schweppes, με γεύση ροζ γκρέιπφρουτ. Αν πάλι έρθει στο κεφάλι μου η σημασία του υγιεινού τρόπου ζωής -που δεν ακολουθώ- και με πιάσουν οι τύψεις, βάζω από πάνω κι ένα ποτήρι φυσικό χυμό πορτοκάλι. Όταν θέλω και δε θέλω να πιώ, όταν ξέρω πως κάτι με περιμένει και δε θέλω να με χαλάσει, μια Radler με γεύση λεμόνι μοιάζει η πιο δελεαστική επιλογή. Βέβαια, τα θέλει τα πατατάκια της, αλλά τι να κάνουμε που πέσαμε στην ανάγκη. Όταν δεν την παλεύω με την καμία, θα προτιμήσω ένα ποτήρι βότκα. Με λεμονάδα φυσικά, μη μας πέσει κι αυτή βαριά. Το κρασί θέλει συνήθως παρέα, εκτός κι αν επιλέξω να αφιερώσω το βράδυ στην επικοινωνία ή σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό που ξέρω πως δε θα με προδώσει και θα μου κρατήσει συντροφιά με καλή μουσική.
Η μουσική είναι εκεί καθημερινά. Αυτό που αλλάζει είναι το ρεπερτόριο. Άλλες φορές παίζει στο repeat το ίδιο κομμάτι, λες και πρόκειται για δίσκο που χάλασε, λες και οι σκέψεις μου έχουν ανάγκη ένα συγκεκριμένο background για να ξεδιπλωθούν και να μπουν σε τάξη. Υπάρχουν όμως και φορές που στο λάπτοπ παίζει ελληνικά, εκείνα που θα ακούσεις σε μαγαζιά μετά τη 1, σε μια προσπάθεια να ανέβω κι εγώ μαζί τους, να αφήσω τον ρυθμό να με συνεπάρει και να μου τονώσει κάπως τη διάθεση. Είναι βέβαια και κάτι βράδια που κανένα τραγούδι δεν παίζει μέχρι τέλους, ανυπομονώ να έρθει το επόμενο και μετά το επόμενο, την ίδια στιγμή που σκέφτομαι όλα όσα έχω αφήσει ημιτελή και θα ήθελα με κάποιο μαγικό τρόπο να κατάφερναν να κλείσουν.
Όλα τα βράδια έχουν ένα κοινό. Εμένα με σωματοποιημένο άγχος. Με ξεγελάω περίτεχνα, μα το νιώθω το σφίξιμο στο στομάχι. Εκείνη την ταχυκαρδία που με πιάνει και θέλω να γυρνάω σαν σβούρα από καναπέ σε καναπέ χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω τι μου φταίει. Πώς φεύγει αυτό το συναίσθημα ξέρει κανείς για να μας πει;
Εκεί, στην πολυθρόνα μου, σταθερή θέση έχει το κινητό μου. Αυτός ο διάολος που αν μπορούσα κάποιες στιγμές να γυρίσω στην εποχή που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, θα το έκανα και θα έλεγα και ευχαριστώ. Ναι, αφήστε τώρα τα θετικά του, η αγαπημένη μου συσκευή είναι, λέτε να μην μπορώ να την υποστηρίξω όταν μου γκρινιάζουν πως με τις ώρες χάνομαι στην οθόνη της; Αν δεν υπήρχε αυτή η συσκευή, ίσως και να υπήρχες λιγότερο εσύ. Ίσως να μην έμπαινα στη διαδικασία να περιμένω τίποτα, να μη σου κάκιωνα τα βράδια που ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μα δε φταίει ούτε αυτή, της ρίχνω το φταίξιμο που δε θέλω να αναλάβω εγώ.
Ακόμα δε λέω να αποδεχτώ πως στο μυαλό μου σου ‘χω δώσει μια θέση που δεν έχεις, δεν είχες -και μεταξύ μας δύσκολο να αποκτήσεις κιόλας- στην καθημερινότητά μου. Το φταίξιμο, λοιπόν, όλο δικό μου. Απ’ το άγχος να μου πείτε πώς γλιτώνουμε.