Γράφει η Αντιγόνη.

 

Ανέκαθεν ο ύπνος ήταν κάτι που λάτρευα κι εξακολουθώ να λατρεύω. Κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει την εμμονή που είχα με τα σεντόνια μου, το πόσο αγαπούσα να αγκαλιάζω τα μαξιλάρια μου.

Πολλοί μου είχαν πει πως αυτό το τελευταίο δήλωνε ανασφάλεια, μια ενδόμυχη και βασανιστική ανάγκη για μια αγκαλιά, ένα χάδι, να βιώσω επιτέλους την ασφάλεια που κάθε βράδυ αποζητούσα χωρίς κανείς να το καταλαβαίνει. Ίσως ούτε κι εγώ η ίδια. Δεν μ’ άρεσε να αισθάνομαι τα χέρια μου άδεια, κενά. Και σίγουρα ήταν μια συνήθεια που δύσκολα μπορούσα να διώξω. Και ακόμα πιο δύσκολο μου φαινόταν να το αποδεχτώ.

Το βράδυ που κοιμήθηκε στο σπίτι μου ήταν το πρώτο μετά από πολλά βράδια που δεν ένιωσα την ανάγκη να γεμίσω το κενό.  Δεν ήταν ότι είχαμε κάτι ούτε ήμουν σε θέση να πω πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του, πώς να είμαι άλλωστε, τον ήξερα κάτι λιγότερο από μήνα.

Αισθάνθηκα όμως την άνεση να τον βάλω στο χώρο μου, να επεξεργαστεί το μικρόκοσμο που αποκαλούσα σπίτι μου. Και δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Μαγικό το πως σαν απ’ το πουθενά με έκανε να τον εμπιστευτώ και χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό να τον ξεναγήσω στα λημέρια μου.

Διάολε, ήταν τόσο όμορφος όπως ξάπλωνε ημίγυμνος στον καναπέ κι έπαιζε με το σκύλο, φάνταζε σαν να ήταν από πάντα εκεί. Το βλέμμα μου σκάλωνε πάνω του, τον επεξεργαζόταν, τον ταύτιζε με το χώρο, τίποτα δεν μπορούσε να γκρεμίσει την εικόνα που είχα σχηματίσει μέσα στο κεφάλι μου. Τα χέρια μου έπαιζαν νευρικά, ξαφνικά αισθανόμουν σαν είμαι εγώ η ξένη κι όσο συνέχιζα να σκανάρω τις κινήσεις του μία-μία τόσο περισσότερο έφευγα από κει, νοητά ταξίδευα, ήμουν αλλού.

Περασμένες τρεις και τα βλέφαρα του βάρυναν παρά την αμηχανία που ένιωθε. Τον αισθανόμουν να μην ησυχάζει πλάι μου, να κόβει βόλτες πάνω στα σεντόνια. Τον καταλάβαινα να ανασηκώνεται και μετά να ξαναπέφτει στα μαξιλάρια ήσυχα, τάχα μου να μην με ξυπνήσει, να μην με αναστατώσει. Πού να ‘ξερε.

Φοβήθηκα πως ήθελε να φύγει, διαολόστελνα ασταμάτητα από μέσα μου που τον υποχρέωσα να περάσει το βράδυ του σε ένα σπίτι που του ήταν παντελώς άγνωστο, πόσο εγωίστρια ήμουν; Η σκέψη του να σηκωθώ το πρωί και να μην τον βρω εκεί κράτησε τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι που η ανάσα του βρήκε ρυθμό και το σώμα του χαλάρωσε. Και μαζί του χαλάρωσα κι εγώ.

Εκείνο το βράδυ άφησα τα μαξιλάρια στη θέση τους. Κανένα δε χώθηκε στην αγκαλιά μου, καμία ανάγκη για πληρότητα δε με κυρίευσε. Η πληρότητα βρισκόταν μερικά εκατοστά μακριά μου και δεν το ήξερε καν.

Κράτησα αυτή τη σκέψη για τον εαυτό μου γνωρίζοντας πως η επιπολαιότητα που με χαρακτήριζε ίσως να ήταν κι η αφορμή για να περάσω το υπόλοιπο της νύχτας μόνη μου. Και σίγουρα δεν είχα σκοπό να το ρισκάρω, ήδη η αμηχανία περίσσευε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο παρά τις επίμονες προσπάθειές μου να την κάνω να εξανεμιστεί, να πάει στα τσακίδια. Γαμώ την κατάθεση ψυχής και τις ψυχορομαντικές μαλακίες, περισσότερο κάψανε παρά λύτρωσαν.

Θα έπαιρνα όρκο πως άκουσε την τελευταία σκέψη μου όταν τα δάχτυλα του άρχισαν να χαϊδεύουν τρυφερά την παλάμη μου. Κανείς δε με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό, δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα και για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου προσπάθησα απεγνωσμένα να πείσω τον εαυτό μου πως το ονειρευόμουν, η σκέψη μου έτρεχε με ταχύτητα φωτός, το βλέμμα μου καρφώθηκε στο ντουβάρι μπροστά μου.

Η ανάγκη μου για πληρότητα έκανε το δωμάτιο να γεμίσει απ’ την ανακούφιση που μου προσφερόταν αβίαστα εκείνη τη στιγμή. Και σιωπηρά, μια φωνούλα μέσα μου τον ευχαρίστησε θερμά για το δώρο που μου έκανε.

Κανένα στρώμα, κανένα κρεβάτι και κανένα δωμάτιο δε με χώραγε. Αναζητούσα επίμονα τον δαίμονα που χώθηκε στα σωθικά μου και υποσχέθηκα πως μόλις τον έβρισκα θα τον παρακαλούσα να ξανάρθει. Θα του έκανα τάμα, θα τον τιμούσα ωσότου μου χαρίσει ξανά το αποψινό. Σίγουρα δαίμονας. Τα πιο βαθιά σου θέλω δεν τα γνωρίζουν οι χρυσές πύλες, μάτια μου. Και τόσο θαμμένα που τα κρατάς ούτε πρόκειται να τα μάθουν. Και ίσως να ‘ναι καλύτερα έτσι. Κανένας άγγελος δεν αντέχει να φτάσει τόσο κάτω προκειμένου να σε σώσει.

Εκείνο το βράδυ αρκέστηκα στον δαίμονα που ξάπλωνε δίπλα μου, τον ευχαρίστησα και του προσέφερα σαν αντάλλαγμα την ευγνωμοσύνη μου, ελπίζοντας πως θα του δώσω πάτημα να ξαναεπισκεφτεί τα λημέρια μου, να αράξει στον καναπέ και -γιατί όχι- να τον νιώσω να ακουμπάει στα μαξιλάρια πλάι μου.

Το βράδυ που κοιμήθηκε μαζί μου ο χώρος γέμισε με χρώματα. Γέμισε με μια ζεστασιά, αναπάντεχα γνώριμη, με ένα άρωμα που δήλωνε έξαρση συναισθηματική. Η ανασφάλεια με την οποία με ταμπέλωναν για καιρό έγινε νερό και ξεχύθηκε, οι φόβοι για τα φαντάσματα μέσα στην ντουλάπα εξατμίστηκαν.

Τίποτα δε θα έβγαινε να με τρομάξει και μετά από καιρό τα βλέφαρά μου δήλωσαν πως είναι ώρα να με επισκεφτεί ο αδερφός του θανάτου. Ευγενική, όπως πάντα, του χαμογέλασα γλυκά και του είπα πως σήμερα δεν τον χρειάζομαι. Κράτησα τα μάτια μου κλειστά, τον αποχαιρέτησα και παρέμεινα ήρεμη μέχρι να τον ακούσω να ξυπνάει δίπλα μου, δεν ήθελα να χαραμίσω λεπτό. Άλλωστε, ποιος ξέρει αν με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου θα είναι ακόμα εκεί;

Επέτρεψα στον εαυτό για μια νύχτα να ερωτευτεί, να κάνει όνειρα και να ελπίζει. Το μέσα μου γνώρισε την κάθαρση και παρότι νύχτα, είχε πολύ φως. Άγνωστο αν μοιραζόμασταν τα ίδια συναισθήματα, άγνωστο αν θα μου τα ανταπέδιδε. Λίγη σημασία είχε, εκείνο το βράδυ τον είχα εκεί.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη