Γράφει η Μελίνα
Όλα στραβά κι ανάποδα, μωρό μου. Χειρότερα δε θα μπορούσε να τα φέρει η ζωή, τέτοιες συγκυρίες απανωτές ούτε τον πρώτο αριθμό στο λόττο να ‘χαμε πετύχει. Κάναμε όνειρα παρέα και κανείς δε φαντάστηκε πως εκείνη την ώρα κάποιος άλλος κρυφογελούσε, ξέροντας πως σκόρπια λόγια στον αέρα μονάχα λέγαμε.
Σου δώσανε μετάθεση και φεύγεις. Μα η δική μου η ζωή είναι προς το παρόν εδώ. Δεν την ήθελες, δεν τη ζήτησες, μα δεν μπορούσες και να την αρνηθείς, το ξέρω. Εγώ όμως, δεν μπορώ να φύγω. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Πρέπει να μείνω εδώ, σ’ αυτή την πόλη, να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες. Και τα σχέδια να μείνουμε μαζί ξαφνικά καταρρέουν. Τα χιλιόμετρα πολλά κι οι μετακινήσεις θα ‘ναι λίγες. Μην πεις να μην προτρέχω, το λέει εμένα η διαίσθηση, πολύ καλά το ξέρω.
Ένα «αντίο» που άλλοι όρισαν κι ένα κρεβάτι που στο εξής -και για πολύ καιρό- θα ‘ναι μισογεμάτο. Αν κι εμένα άδειο θα μου φαίνεται χωρίς εσένα, να το ξέρεις. Ελπίδες στο τηλέφωνο που τάχα μου έχει εκμηδενίσει τις αποστάσεις και σε ‘κείνα τα mb που κάνουν πλέον την επικοινωνία δυνατή στη στιγμή. Ελπίδες φρούδες ή ρεαλιστικές; Μονάχα ο καιρός θα το δείξει. Δύσκολη η απόφαση το «κοντά» να γίνεται «μακριά» κι άλλοι να το ‘χουν αποφασίσει. Δύσκολο το «κάθε μέρα» να γίνει «μια στις τόσες» (στις πόσες, δεν ξέρουμε).
Λες και κάποιος ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές μας. Σαν να κατάλαβε πως τόσο καιρό βολικά μας ήρθαν όλα και ζήλεψε. Θαρρείς πως ήθελε να δει πόσα μπορεί ν’ αντέξει τούτη η σχέση. Κι αντί για μπόρα φθινοπωρινή έφερε θύελλα ολάκερη κι εμείς μείναμε να την κοιτάμε χωρίς να μπορέσουμε να δράσουμε. Μοίρα, τύχη, γεγονότα, μάτι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να φταίει που ‘ρθαν έτσι τα πράγματα, μα όσο πιο σύντομα αποδεχτούμε την πραγματικότητα, τόσο πιο εύκολα θα πάμε παρακάτω.
Από μακριά, λοιπόν, στο εξής κι ας βρισκόμασταν τα δυο μας κάθε μέρα. Το παγωτό που μου ‘φερνες τα βράδια σαν ερχόσουν και τα παντζούρια που άνοιγα κάθε πρωινό και σ’ ενοχλούσαν, γιατί δεν είχε καλά-καλά ανοίξει το μάτι, θα ‘ναι πια αναμνήσεις που θα θυμόμαστε και θα γελάμε με δάκρυα στα μάτια. Μέχρι να τις ξαναζήσουμε, μα όχι καθημερινά πια, αλλά σε κάποια άδεια, κάποιο Σαββατοκύριακο, χωρίς να ξέρουμε από τώρα ημερομηνίες. Σαν να πηγαίνουμε εκδρομή ο ένας στον άλλο, σαν να βρισκόμαστε και μετράμε ώρες μέχρι τον επόμενο αποχαιρετισμό μας.
Δε χωρίζουμε, το ξέρω. Μα κάποιες φορές είναι πιο εύκολο να χωρίζεις απ’ το να σε χωρίζουν χωρίς να το θες. Η εκούσια απομάκρυνση είναι πιο εύκολη απ’ την ακούσια, τη μη ηθελημένη. Ειδικά από ΄κείνη που ΄ρχεται και ξαφνικά σου χτυπάει την πόρτα, ενώ πρωί την ώρα που έπινες καφέ και παιδικά έπαιζαν στην τηλεόραση.
Θα αντέξουμε; Εμείς, κόντρα σε όλους και σε όλα αυτά που μας θέλουν μακριά, πρέπει να αποδείξουμε πως θα τα καταφέρουμε. Πως ακόμα και ήπειρο να μας άλλαζαν θα βρίσκαμε τρόπο να συνεχίσουμε να ‘μαστε μαζί. Κόντρα σ’ ό,τι μας θέλει χώρια, πρέπει να παλέψουμε. Η λέξη είναι μία: υπομονή. Δύσκολη και κουραστική.
Εγώ πιστεύω σε εμάς. Εσύ; Άραγε θ’ αντέξουμε;