Γράφει ο Κωνσταντίνος Λιανός.
Όταν σε γνώρισα ήμουν αυτό που λέμε φτερό στον άνεμο με ψυχολογία στα τάρταρα και μόνος. Μετακόμισα σε άλλη πόλη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, θέλοντας να διαπιστώσω αν πιάνουν όλες αυτές οι συμβουλές για όσους έχουν φτάσει πάτο. Για το πώς να κάνουν restart και τα συναφή.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ήθελα να εξαφανιστώ απ’ όλα όσα είχαν απομείνει να με νοιάζουν ακόμη -ελάχιστα αλλά υπήρχαν- γιατί ένιωθα ότι με έπνιγε το να ενδιαφέρομαι πλέον για το οτιδήποτε.
Το καινούργιο μου σπίτι ταίριαζε με τη διάθεσή μου. Σκοτεινό, περιτριγυρισμένο από βρώμικους φωταγωγούς άλλων πολυκατοικιών, πλήρης απομόνωση. Δεν έψαξα καθόλου για κάτι καλύτερο, ήταν το τελευταίο που σκεφτόμουν. Μοναδική μου θέα ταράτσες, ρετιρέ κι ένα μικρό κομμάτι θάλασσα απ’ το λιμάνι στο βάθος.
Πάντα μου άρεσαν τα ρετιρέ. Έτσι που δεσπόζουν αποτραβηγμένα, πάνω απ’ όλους αλλά με θέα σε όλα και μ’ εκείνα τα μεγάλα μπαλκόνια, είναι ό,τι πρέπει για ένα μυαλό σαν το δικό μου που φτιάχνει ιστορίες γι’ αγρίους με το παραμικρό.
Κάθε φορά που δε μ’ έπιανε ύπνος καθόμουν σαν κάτι μυστήριους psycho τύπους που συναντάμε στα ψυχολογικά θρίλερ και ατένιζα πίσω απ’ τις κουρτίνες εκείνα τα ρετιρέ, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι για να λέω ότι κάτι κάνω. Και ξέφευγα.
Κάποιο βράδυ, λοιπόν, μου τράβηξε την προσοχή ένα φως στο πιο κοντινό ρετιρέ ακριβώς απέναντι από το παράθυρο μου. Φως και μετά κίνηση. Μια κοπέλα καστανόξανθη, με μαύρο αμάνικο και φόρμα, πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο. Ήσουν εσύ.
Κόλλησε το βλέμμα μου πάνω σου. Παρακολουθούσα κάθε σου κίνηση, σε είδα να ντύνεσαι, να ετοιμάζεσαι, να γίνεσαι πανέμορφη και τελικά να φεύγεις απ’ το οπτικό μου πεδίο.
Αυτό ήταν. Από εκείνο το βράδυ η αγαπημένη μου ασχολία ήταν να καρφώνομαι στο παράθυρό σου περιμένοντας να κάνεις την εμφάνισή σου. Για καλή μου τύχη εμφανιζόσουν όλο και συχνότερα. Ώσπου άρχισα να θυμίζω μανιακό μπανιστιρτζή. Όσο και να με αρρώσταινε αυτό το πλατωνικό «κάτι» που βίωνα, δεν μπορούσα να σταματήσω να σε παρακολουθώ. Είχα πια αγγίξει τα όρια της εμμονής.
Ζούσα στο μυαλό μου όλα τα «πώς θα ήταν αν» μαζί σου. Δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Τότε εσύ ερήμην σου είχες γίνει το μοναδικό πράγμα που έδινε νόημα στην καθημερινότητά μου, για να μην πω στη ζωή μου και ξεφτιλιστούμε εντελώς.
Ώσπου μια νύχτα όλα τα παιδιάστικα και μονομερή μου όνειρα γκρεμίστηκαν. Σε είδα, έτσι αμείλικτα μπροστά στα μάτια μου, να φιλιέσαι μ’ έναν τύπο που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μαζί σου ως τότε. Μέχρι που έκλεισαν φώτα και παράθυρα και μ’ άφησαν σ’ ένα σκοτάδι ανυπόφορο να βρίζω τον εαυτό μου για να μη σκέφτομαι τι γίνεται σπίτι σου. Με έβριζα για όλα όσα είχα περάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, για όλα όσα είχα ή δεν είχα τολμήσει να κάνω, για λάθη, για σωστά, για όλα.
Αφού με έβγαλα τελικά παντελώς άχρηστο, βγήκα στη μαύρη νύχτα να περπατήσω μέχρι το οπουδήποτε. Γραφικός ξε-γραφικός δε με ένοιαζε, ήθελα να το ζήσω. Να πονέσω, να χτυπηθώ, πώς το λένε. Κι ας ήταν παράνοια σκέτη αφού όλα υπήρχαν μόνο στο μυαλό μου.
Φαντάσου, αισθάνθηκα λες και με είχες κερατώσει, για τέτοια ανωμαλία μιλάμε!
Με τον μαζοχισμό σημαία, συνέχισα να φυλάω τσίλιες περιμένοντας να ξαναδώ εσένα κι εκείνον το μαλάκα να μπαίνετε στο δωμάτιο σου αγκαλιά και μετά Χ, ακατάλληλο δια ανηλίκους και για μένα.
Όσο κι αν περίμενα δεν τον ξαναείδα. Και δεν ήξερα πια τίποτε, ούτε μπορούσα να υποθέσω κάτι. Ήταν άραγε ξεπέτα; Ήταν κάτι άλλο που δε φανταζόμουν; Σχέση από απόσταση ίσως; Δεν έμαθα ποτέ ούτε θέλησα να μάθω.
Σε μία από τις επόμενες σκοπιές που κρατούσα είδα κόσμο να μαζεύεται, άκουσα να σε φωνάζουν Εύα και διαπίστωσα πόσο δημοφιλής και αγαπητή ήσουν. Συγκέντρωνες γύρω σου τους πάντες λες και είχες μέλι. Έτσι έμαθα και το όνομά σου και την ημερομηνία των γενεθλίων σου μιας και όλοι αυτοί είχαν έρθει για το πάρτι σου. Άκουγα τα πάντα. Έβλεπα τα πάντα. Μέχρι που σας είδα όλους να μένετε με τα μαγιό και να μπουγελώνεστε μέσα σε μια πλαστική πισίνα που είχες εφοδιαστεί. Εσύ μπροστά μου με μαγιό σε απόσταση μηδαμινή.
Η πιο θαρραλέα κίνηση που έκανα ποτέ ήταν να σηκωθώ εκείνη τη στιγμή και να βγω στο μπαλκόνι με το ουίσκι στο χέρι. Σε κάρφωνα απροκάλυπτα πια και ήταν τόσο κοντά τα μπαλκόνια μας που ήξερα πως κάποια στιγμή θα με παρατηρούσες.
Ξαφνικά μου ήρθε μια τρελή ιδέα και χωρίς να το κουράσω πολύ για να μη μετανιώσω φώναξα «Χρόνια πολλά Εύα!». Τ’ αρχίδια εκείνης της στιγμής δεν ανήκαν σε μένα αλλά σε κάτι λίγα ποτηράκια που είχα πιει νωρίτερα.
Πλησίασες στα κάγκελα, μου έριξες μια ματιά -που ανάθεμα αν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου- και μου χαμογέλασες. «Ευχαριστώ γείτονα…», είπες σα να περίμενες ν’ ακούσεις και το δικό μου όνομα. Και στο είπα. «Λέω ότι πρέπει να μας τιμήσεις και να ‘ρθεις να πιείς μαζί μας, κερνάμε τα πάντα απόψε!»
Μετά από χιλιάδες εκρήξεις μέσα μου έσκασα στην πόρτα σου με την ψυχή στο στόμα. «Δυστυχώς δεν έφερα δώρο. Είναι κι αυτός ένας λόγος να ξανάρθω.» ήταν η πιο ηλίθια ατάκα που μου βγήκε πρώτη αλλά το χαμόγελό σου με έκανε να πιστέψω ότι είχα πει φοβερή εξυπνάδα.
Λίγο καιρό αργότερα, έχοντας κάνει restart με αφετηρία μου εσένα, σου πήρα δώρο. Επετείου. Και σήμερα, ψάχνω να βρω το καλύτερο δώρο που θα μπορούσα να σου κάνω για τα τέσσερα χρόνια μας που πλησιάζουν.