Γράφει η Μ.
Θυμάμαι ακόμη τη μέρα που σε γνώρισα, λες κι ήταν χθες. Με κοίταζες μ’ ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, σε κοίταζα πιο τρομαγμένη από ποτέ. Σαν να ήξερα από ‘κείνο το πρώτο λεπτό ότι μία μέρα θα μου ράγιζες ανεπανόρθωτα την καρδιά. Αυτό όμως δε με σταμάτησε ποτέ απ’ το να σε ερωτευτώ, να σου δώσω ό,τι ζήταγες, να είμαι δίπλα σου ακόμη κι από μακριά. Ίσως ο φόβος μου να καθυστέρησε τα αισθήματά μου, όμως ποτέ δεν τα νίκησε.
Πάνε αρκετά χρόνια που εκείνο το βλέμμα σου έπεσε επάνω μου και μ’ έκανε να αναρωτιέμαι γιατί τώρα, γιατί εσύ, γιατί κάτι τόσο άφταστο; γΓατί ν’ αγαπάω και να νιώθω πάντα μόνη;
Το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια μαζί μου και σε έβγαζε νικητή. Κι ο καιρός πέρασε, εσύ πάντα αλλού κι εγώ να κοιτάζω από μακριά, θεατής στη ζωή σου, κομπάρσος στα όνειρά σου.
Έπρεπε να προχωρήσω με κάποιον τρόπο και για να το κάνω αυτό έπρεπε να γίνω σκληρή με τον εαυτό μου και ψεύτικη με τους γύρω μου. Να υπάρξω με κάποιον τόσο υπέροχο που όμως δεν ήταν εσύ.
Δεν ήταν εσύ με την τρέλα σου, το αστείο σου χαμόγελο, με τα λάθη σου. Δεν μπορούσε αυτός να με κάνει να κλάψω, να με κάνει να φοβηθώ μην τον χάσω, να με κάνει αδύναμη κι ευάλωτη, να με γεμίσει με πάθος κι εξαρτήσεις. Εσύ μόνο μπορούσες να τα κάνεις αυτά. Εσύ που μου τα ‘δώσες όλα για τόσα λίγο και δεν τα χόρτασα ποτέ.
Ό,τι δεν ήταν εσύ, για μένα δεν είχε σημασία. Ήμουν τόσο δυνατή χωρίς εσένα, μπορούσα να φύγω και να μείνω όποτε ήθελα, να κάνω καινούρια πράγματα, να μην υπολογίζω τίποτα και κανέναν. Να παίζω με τις ψυχές των ανθρώπων όπως έπαιξες κι εσύ με τη δική μου, χωρίς να μου την επιστρέψεις. Και με μισούσα γι’ αυτό.
Μισούσα αυτή τη δύναμη. Δεν την ήθελα. Προτιμούσα να με πάρεις στην αγκαλιά σου, να κλαίω εκεί για ώρες και να σου λέω πόσο σε πεθύμησα, πόσο με τρομάζει ο κόσμος μακριά σου, πόσο αδύναμη κι αβοήθητη είμαι κι ας νομίζουν όλοι το αντίθετο.
Είναι όλα άμυνες, αγάπη μου. Όλοι περνάνε απ’ τη ζωή μας και παίρνουν μαζί τους κάτι. Χορταίνουν την περιέργειά τους, πατάνε τη δική σου αξιοπρέπεια για να τονώσουν τον εγωισμό τους, ικανοποιούν τις ανάγκες τους -ψυχικές και σωματικές- κι αφού σε απομυζήσουν, φεύγουν. Εγώ δεν είχα τίποτα να δώσω. Δεν είχα τίποτα πια να χάσω. Κανείς δεν μπορούσε να πάρει τίποτα από μένα, γιατί απλά δε με ένοιαζε.
Έτσι έγινα ίσως ο χειρότερος άνθρωπος. Ο χειρότερος άνθρωπος που όμως θα αντάλλαζε όλα του τα χρόνια για λίγες μέρες μαζί σου. Έγινα ίσως ο πιο κενός κι απερίσκεπτος εαυτός μου, που τίποτα δεν μπορούσε να τον πληγώσει ή να τον αγγίξει. Όμως αυτός ο εαυτός θα έδινε εύκολα και τη ζωή του για να μπορείς εσύ να ζήσεις.
Έγινα ίσως ο χειρότερος άνθρωπος, όμως το μόνο που πάντα ήθελα ήταν να μ’ αγαπήσεις.
Επιμέλεια Κεμένου Μ.: Πωλίνα Πανέρη