Γράφει ο Γεώργιος Ηλιάδης
Τους διαλυμένους ανθρώπους θα τους βρεις παντού.
Στη δουλειά, στην παρέα, στην οικογένεια, στις προσωπικές σχέσεις…
δε χρειάζεται να καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια για να τους αναγνωρίσεις.
Φανερώνονται μοναχοί τους κάθε δευτερόλεπτο.
Αισθάνεσαι και νιώθεις το χαμόγελό τους
σε αγκαλιάζει μοναδικά η θετική τους αύρα και ο χαβαλές τους από την πρώτη στιγμή που θα σου εμφανιστούν
ως διά μαγείας ήρωες, σωτήρες
σαν από μηχανής θεοί αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Είναι αυτοί που θα σε κάνουν να γελάσεις μέσα από την ψυχή σου.
Είναι αυτοί που θα σε πάρουν αγκαλιά και θα κολλήσουν για τα καλά όλα τα σπασμένα μέσα σου.
Είναι αυτοί που τις νύχτες μοναξιάς και πικρίας σου, θα ξημερώνουν δίπλα σου με σκοπό να χαμογελάσεις ξανά και να ξεχαστείς.
Είναι αυτοί που θα κάνουν αμέτρητα χιλιόμετρα για να μπορέσεις εσύ να σηκωθείς και πάλι και να ορθώσεις το ανάστημά σου.
Είναι αυτοί που πάντα θα δίνουν οικειοθελώς, χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα.
Τους ικανοποιεί μονάχα να βλέπουν ότι το φως τους αρχίζει να φωτίζει όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη
περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους.
Δε γεννήθηκαν διαλυμένοι,
Πέρασαν από χιλιάδες κύματα, σκότωσαν πολλούς εγωισμούς
πάλεψαν με πολλά «γιατί» και με χίμαιρες μα στο τέλος αποδέχτηκαν αυτό που είναι.
Σωτήρες.
Γιατί τη στιγμή που σώζουν κάποιον μπορούν και ξεχνούν πόσο πονεμένοι είναι οι ίδιοι.
Και έτσι, μοναδικά, μετά από κάθε σωτηρία
αρχίζουν να φορτίζουν τις μπαταρίες τους και όπως το αναπνευστικό μηχάνημα
ψάχνουν να χαρίσουν δεξιά κι αριστερά νέα πνοή και οξυγόνο.
Είναι Κυριακή πρωί.
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Ώρα για το κυριακάτικο περπάτημα και το καφεδάκι δίπλα στην παραλία.
Δε φοράνε μπέρτα όλοι οι ήρωες
κάποιοι μπορεί να φοράνε ένα απλό t-shirt και ένα ξεθωριασμένο μπλουτζίν.
Το όνομά τους μην το ρωτήσεις.
«Διαλυμένοι» θα σου πουν
μα να είσαι σίγουρος ότι θα απαλύνουν κάθε πόνο και πληγή.