Γράφει η Έλενα.
Δε σε αφορά το πώς την πάλεψα. Ρωτάς φίλους και γνωστούς κι έρχονται τα γαμημένα τα πουλάκια και μου τα λένε, γι’ αυτό στο λέω. Σταμάτα να ρωτάς.
Το πώς φρόντισα τις πληγές μου είναι δικός μου λογαριασμός. Μπορεί να έκανα αδιάφορο σεξ από δω κι από κει προσπαθώντας να γεμίσω ένα κενό, που εξαρχής ήξερα πως δεν πρόκειται να καλυφθεί έτσι. Μπορεί να προσπάθησα να σ’ εκδικηθώ ηλιθιωδώς ιδρώνοντας πάνω από άλλα κορμιά, μπορεί να κορόιδεψα τον εαυτό μου θεωρώντας πως όσοι περισσότεροι περάσουν από το κρεβάτι μου, τόσο πιο εύκολα θα σβήσουν τις δαχτυλιές σου από πάνω μου. Τα ένιωθα βρόμικα πια αυτά τα σημάδια, δεν τα ‘θελα πάνω μου κι όσο περισσότερο τα ‘τριβα προσπαθώντας να τα σβήσω, τόσο περισσότερο κολλούσαν αυτά στο δέρμα μου, γίνονταν ένα μ’ αυτό, γίνονταν κομμάτι μου.
Μπορεί να πίστεψα ότι πίνοντας κάθε βράδυ θα σε πνίξω, μαζί με την επιθυμία μου να σε ξαναδω. Μπορεί να γελούσα κάθε βράδυ, να ήμουν η ψυχή της παρέας, να με φώναζαν όλοι στα τραπέζια τους και να ήμουν καλεσμένη σε όλα τα πάρτι γιατί χόρευα και διασκέδαζα κι έκανα χαβαλέ με όλο τον κόσμο. Μπορεί να ξεχνιόμουν με τις μαλακίες που έλεγε η παρέα, αλλά σε κάθε εξυπνάδα που λέγαμε το υποσυνείδητό μου φώναζε κατευθείαν το όνομά σου, μαζί με τη φράση «να θυμηθώ να του το πω αυτό όταν γυρίσω σπίτι». Και μετά το συνειδητό μου, μου θύμιζε ότι στο σπίτι έχω μόνο ένα κάρο ρούχα σου στην καρέκλα που δεν ακουμπάω πια, αλλά για κάποιον άρρωστο λόγο τα κρατάω εκεί, χωρίς να τα μετακινώ, αλλά ούτε και να τα αγγίζω.
Μπορεί να μην ήξερε κανείς ότι με πείραξε που έφυγες. Μπορεί να θεώρησαν όλοι ότι ο γκόμενος που τους πήγα την επόμενη μέρα ήταν ο έρωτας της ζωής μου, γιατί δεν ξεκόλλησα από πάνω του όλο το βράδυ. Όπως και ο επόμενος, όπως και ο γκόμενος μετά από αυτόν.
Κι όπως άλλαζαν τα ονόματα που γνώριζαν οι φίλοι μου, έτσι σταμάτησαν κι εκείνοι να κοιτάζουν με ενδιαφέρον τον κάθε καινούργιο που ερχόταν. Ούτε τα ονόματα δε συγκρατούσαν καμιά φορά. Με κοίταζαν μόνο διερευνητικά κι εγώ απέφευγα το βλέμμα, τάχα ότι ζω τη ζωή μου γιατί σ’ αυτήν την ηλικία δεν υπάρχει λόγος να δεσμευόμαστε, έτσι δεν είναι; Ποιος αγαπά στα εικοσικάτι του, ποιος είναι τόσο χαζός που αρνείται τις εμπειρίες εδώ κι εκεί για να μείνει σε κάτι σταθερό;
Κι αν δεν τα ζήσω τώρα, πότε θα τα ζήσω, τους έλεγα κι εκείνοι από ένα σημείο και μετά σταμάτησαν να κάνουν αντίλογο.
Μπορεί να σταμάτησα να ακούω μουσική, γιατί κάθε φορά που άκουγα δεν ήμουν η ψυχή της παρέας κι εγώ είμαι πάντα χαμογελαστή. Μπορεί να έκανα 8 μήνες να ακούσω τραγούδι και άλλους 8 για να ακούσω το δικό σου τραγούδι. Και μπορεί στην τελική 16 μήνες να μην έκαναν διαφορά γιατί το κωλοτράγουδό σου με γάμησε και δε βγήκα από το σπίτι ολόκληρη βδομάδα. Μπορεί να απαγόρευσα στους δικούς μου να ρωτάνε τι κάνεις, μπορεί να τους είπα ότι ερωτεύτηκα για να σταματήσουν να στενοχωριούνται που όποτε λένε το όνομά σου κοιτάζω αλλού και οι συλλαβές κολλάνε στο λαρύγγι μου, αρνούμενες να βγουν παραέξω.
Μπορεί να τα έκανα όλα αυτά, αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να μου ήσουν και παντελώς αδιάφορος και να μη σε ξανασκέφτηκα ποτέ από τότε. Αλλά το πώς την πάλεψα, το πώς στέκομαι ακόμα και το πώς γελάω πια, είναι θέμα δικό μου και δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ρωτάς. Κι αν όλοι λένε πως οι άνθρωποι μας οδηγούν εκεί που είμαστε, εγώ θα διαφωνήσω. Μόνοι ορίζουμε τη διαδρομή μας κι εγώ τα κατάφερα και χωρίς εσένα.