Γράφει η Λένα.
«Άνθρωποι είμαστε και κάνουμε λάθη.»
Τούτη την ατάκα την έχω ακούσει και την έχω πει τόσες πολλές φορές που πλέον θαρρώ πως δεν απέχει πολύ από μένα. Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, εκεί που τα πράγματα στραβώνουν κι έχεις κάνει τη μαλακία, κανονικά και με το νόμο, εκεί είναι που η αυτή η χιλιοειπωμένη ατάκα θα κάνει την εμφάνισης της. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε. Πάει και τελείωσε.
Άνθρωπος είμαι και τις έχω κάνει κι εγώ τις ανοησίες μου, ίσως και παραπάνω από όσο θα μου έπρεπε. Έχω πει ψέματα, έχω πληγώσει, ηθελημένα και μη, απογοήτευσα, ίσως και να πούλησα κανά δυο, δεν είμαι σίγουρη. Για τίποτα από τα παραπάνω δεν είμαι σίγουρη. Για μερικά αισθάνομαι την ενοχή να με γεμίζει, για άλλα, πάλι, όχι και τόσο. Το μόνο σίγουρο είναι πως είναι λίγα εκείνα που τα βράδια δεν με αφήνουν να κλείσω μάτι.
Είναι φάσεις που μετανιώνω για την ώρα που έπρεπε να μιλήσω, να πω κάτι και αντ’ αυτού περιορίστηκα σε μια σιωπή άκρα του τάφου, το βούλωσα και βολεύτηκα στα «προσωπικά δεδομένα». Κάτι τέτοιες ώρες θυμάμαι αυτό που λένε πως η σιωπή σου μεταφράζεται σε συναίνεση και μηχανικά το διώχνω από το κεφάλι μου. Υπάρχουν, όμως, μερικές στιγμές που μίλησα, που το άνοιξα το ρημάδι και ακόμα αναρωτιέμαι τον λόγο.
Κατά καιρούς πέρασαν διάφοροι από τη ζωή μου, άλλοι έκαναν ένα πέρασμα και φύγανε άλλοι κάθισαν λίγο περισσότερο να απολαύσουν την παρέα μου όσο πίναμε πρόσχαροι τον καφέ μας. Ποτέ δεν τους ρώτησα γιατί, αλλά βολεύτηκα κι εγώ κάπου κοντά ακούγοντας τους να μιλούν. Με κάποιους δεθήκαμε, δοθήκαμε και ερωτευτήκαμε. Με ορισμένους από αυτούς είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω. Πού να ‘ξερα πως αυτές τις δυο κουβέντες όφειλα να τις φυλάω σαν κόρη οφθαλμού; Γιατί δε μου το ‘χε πει κάποιος να το ξέρω;
Μου είχαν ξαναπεί πως μ’ αγαπούν και η αλήθεια είναι πως χαιρόμουν να το ακούω, να βλέπω στα μάτια όποιου το ξεστόμιζε την αγάπη και το ενδιαφέρον του, με γέμιζε και αναζωπύρωνε κάτι μικρές ελπίδες μου. Ωραίο να σ’ αγαπούν, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον που να μην του αρέσει, να μην τη βρίσκει μ’ αυτό. Μεγάλη κάβλα να στο λένε. Δεν μπορώ να αισθανθώ ενοχή για τις φορές που μου το είπαν. Μπορώ, όμως, για τις φορές που το είπα εγώ.
Η μέρα που μου είπες πως με αγαπάς δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Δεν μπορούσα να τη συγκρίνω με τίποτα γνώριμο, με τίποτα γνωστό. Ο τρόπος που το είπες ήταν κάτι πρωτόγνωρο, έμοιαζε με κάτι που δεν είχα ξανακούσει. Τι κι αν το «σ’ αγαπώ» το κάνανε viral και κοινότυπο, το δικό σου το «σ’ αγαπώ» ήταν το κάτι άλλο. Ανάθεμά με, ήταν το απόλυτο.
Και αυτή την ώρα είναι που εύχομαι να μην είχα μιλήσει τότε, να μην το είχα πει, να μη χάριζα σε κανέναν αυτήν την κουβέντα. Εύχομαι να την έπαιρνα πίσω μία φορά και να στη χάριζα χίλιες. Μακάρι να μου την έδινες κι εσύ πίσω για να στην έδινα από την αρχή, φρέσκια. Τη χαράμισα σε λόγια του αέρα, σε κάτι στιγμές στείρες από ρομαντισμό, στείρες από όλα εκείνα που την κάνουν μοναδική. Το στόμα μου συνήθισε, το μυαλό μου το νοτίσανε στα αγαπησιάρικα απωθημένα που κουβαλούσαν και κουβαλάνε ακόμα. Και να ‘μαι τώρα να απολογούμαι για τα καμώματα του τότε, για τις κουβέντες που ακούστηκαν και χάθηκαν, για ένα, και καλά, ολοκληρωμένο συναίσθημα.
Εκείνο το πρώτο το «σ’ αγαπώ» ήχησε ίσα με το τότε, έδωσε μια και τα ρήμαξε όλα. Έκανε τους εφηβικούς έρωτες να μοιάζουν παιδιαρίσματα και τους καημούς, κλάψα ενός πεντάχρονου που του πήραν το αγαπημένο του παιχνίδι. Τους διατυμπάνιζα λες και είχαν κάτι να πουν, λες και σήμαιναν κάτι, πίστευα πως καθόρισαν το τώρα. Μαλακίες έλεγα. Τίποτε δεν καθόρισαν και το πιθανότερο είναι πως πέρασαν και δεν ακούμπησαν, άγευστοι, ανέκφραστοι και άοσμοι.
Φοβόμουν πως το «σ’ αγαπώ» μου ήταν φθαρμένο, χρησιμοποιημένο, second hand. Πέρασε από τα χείλη μου και βγήκε τις στιγμές που έπρεπε να κάνω κράτει και να πω πως «φτάνει ως εδώ, καλά τα ‘παμε και σήμερα κι από αύριο, έχει ο Θεός». Έμοιαζε με ένα ρούχο που το φυλάς στην ντουλάπα σου και το ‘χεις για καλό, μην και τύχει καλή περίσταση και το στολιστείς. Δεν κυκλοφορούσα συχνά με τα καλά μου, αλλά θα μ’ άρεσε να ‘βλεπες πρώτος την επίσημη φορεσιά μου, να την καμαρώσεις να παίρνει το σχήμα του κορμιού μου. Να ‘χεις την τιμητική, βρε αδερφέ.
Το ανακουφιστικό κομμάτι ήρθε όταν αυτές οι δυο κουβέντες μου κόλλησαν με τις δικές σου σαν να ήταν από πάντα εκεί. Σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ, σαν τα χείλη μου να τις συλλάβιζαν για πρώτη φορά και μου μάθαινες πώς να τις προφέρω. Δεν έμοιαζαν με γλυκόλογα, ούτε με συναισθηματικούς εξαναγκασμούς, έμοιαζαν με μια αλήθεια που κρυβόταν για καιρό και βγήκε εκείνη τη στιγμή αβίαστα. Χωρίς κόπο και χωρίς προσπάθεια. Εκείνο το «σ’ αγαπώ» ήταν το κάτι άλλο.