Γράφει η Ιωάννα Μ.
Μετά από καιρό βρέθηκαν ξανά στον ίδιο δρόμο που κάποτε περπατούσαν ευτυχισμένοι σαν να μην υπήρχε κανείς. Σαν να υπήρχαν μόνο αυτοί και τα γέλια τους, που κάλυπταν οποιονδήποτε άλλον ήχο στην ατμόσφαιρα. Μα τώρα τα γέλια είχαν γίνει χαμόγελα που έκρυβαν βουρκωμένα μάτια κι ο δρόμος έμοιαζε ατελείωτος αλλά ταυτόχρονα τόσο σύντομος για να είναι τελευταίος.
Πλέον το χέρι-χέρι είχε γίνει πλάι-πλάι και το μαζί διαλύθηκε. Ο χρόνος τους έφθειρε -ίσως τον έναν περισσότερο- και χωρίς να το καταλάβουν διέσχισαν την τελευταία βόλτα στην περιοχή που τους μεγάλωσε. Ένας γραφικός δρόμος μίας μεγάλης πόλης που τους είχε κερδίσει αμέσως και τον ένιωθαν γνώριμο. Ένα ζεστό, φιλόξενο μέρος που μοιράστηκαν χαρές, κουβέντες αγάπης και φόβους. Εκεί γνωρίστηκαν καλύτερα και σύστησαν ανοιχτά τις μύχιες σκέψεις τους.
Όσο τα βήματα προχωρούσαν, τόσο ο χρόνος λιγόστευε και η θλίψη μπερδευόταν με νοσταλγία και πανικό. Πανικός του αποχωρισμού. Κάθε στροφή έκρυβε και μία ανάμνηση μέσα της που τρύπωνε στο μυαλό για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να αντικατασταθεί από την επόμενη. Πόσο ειρωνικά πολύ μοιάζει το τέλος με τη γνωριμία; Η ίδια αβεβαιότητα αν θα ξαναέβλεπαν τον άλλον, με τη μόνη διαφορά ότι στο τέλος μιλούσαν χωρίς να βγάλουν συλλαβή- δε χρειαζόταν. Ήξεραν. Μέσα στην ησυχία της διαδρομής, σχεδόν μπορούσαν να ακούσουν τις σκέψεις τους να συνομιλούν και κάθε φορά που ο ένας χαμογέλαγε γλυκά, ο άλλος λύγιζε ακόμη παραπάνω. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να πουν κι ας ήθελαν να μοιραστούν τόσα. Άραγε, τι παραπάνω να ειπωθεί όταν η απόφαση έχει παρθεί;
Κοντά στο τέλος, στάθηκαν σε μία γωνία να κοιτάζονται και τα χέρια τους τυλίχτηκαν σφιχτά. Μια επαφή, που διήρκησε λίγα λεπτά, έπνιξε τους λυγμούς του του μπερδεύτηκαν στα μαλλιά της. Φαινόταν αδύνατο να αρκεστούν σε μία μόνο αγκαλιά, τα σώματα δεν ξεμπλέκονταν κι ακολούθησαν κι άλλες πιο μικρές. Κι η τελευταία, μεγάλη, συνοδευόμενη από ένα φιλί. Έσκυψε να της χαρίσει την τελευταία τους στιγμή ελπίζοντας ότι δε θα τελειώσει. Ίσως αυτό το δευτερόλεπτο στη γωνία της γειτονιάς να κράτησε περισσότερο από όλη τη διαδρομή, αλλά πόσες αγκαλιές χαρίζεις σε κάποιον όταν ξέρεις ότι είναι η μοναδική σου ευκαιρία; Πώς τις σταματάς όταν ξέρεις πως δε θα υπάρξει άλλη; Πώς πέφτουν τα χέρια στο πλάι, όταν τεντώνονται μπροστά;
Με μερικά λόγια αγάπης και κάποιες ανταλλαγές ευχών, τυπικές σχεδόν, σήμαναν τη λήξη. Κατάλαβαν ότι το κάτω μέρος της κλεψύδρας είχε γεμίσει κι ο χρόνος τελείωσε. Αυτός θα γύριζε στο μικρό του διαμέρισμα κι εκείνη στο βαθύ της κρεβάτι. Με τη φράση «Πρέπει να φύγω», έγνεψε και γύρισε την πλάτη της, βηματίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν κοίταξε πίσω. Κι όταν είχε απομακρυνθεί, πέρα από την καρδιά της να χτυπάει δυνατά άκουσε δύο λέξεις που θα κρατήσει μέσα της για καιρό. «Να προσέχεις».