Γράφει ο Αντρέας.
Ξέρω πώς είναι, το έχω περάσει κι εγώ· χωρίζεις, κάνεις τη ζωή σου, ξενυχτάς με φίλους, με γκόμενες, με τυχάρπαστους κι ορκίζεσαι πως δεν υπήρξες ποτέ καλύτερα. Το λες όταν δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν για το πού είσαι και τι κάνεις, το λες όταν ξυπνάς το πρωί με γκόμενες που δε θα γυρνούσες να κοιτάξεις στο φως της μέρας και τ’ ορκίζεσαι κάθε που κάποιος φίλος σου δεν παρευρίσκεται στο γήπεδο επειδή τον έπρηζε η δικιά του.
Δεν έχεις ανάγκη, το λες και το χαίρεσαι κι ούτε σε νοιάζει τι κάνει εκείνη. Ησύχασες, ξέγνοιασες, πώς το λένε; Καλά να είναι όπου είναι και να μη σου γράφει. Έτσι δεν έλεγες; Έτσι έλεγα κι εγώ κάποτε, τα ξέρω, δε σε παρεξηγώ, αφήνω μόνο την τραγική ειρωνεία να μας δείξει το μεγαλείο της.
Δεν την έχεις ανάγκη μέχρι να τη δεις με άλλον. Πόσο βάρβαρα σε χτυπάει στα μηνίγγια αυτή η εικόνα, ε; Πόσο άτσαλα συνειδητοποιείς πως τα δεδομένα σου δεν είναι πια και τόσο δεδομένα; Πόσο τσαλακώνονται οι αναμνήσεις σου, πόσο τέλος αντέχεις; Και πόσο πιο όμορφη σου μοιάζει τώρα που της κρατάει άλλος το χέρι, ε; Άστο φίλε μου, το ξέρω, το έχω περάσει κι εγώ.
«Να προσέχεις» της έγραψες στο μήνυμα κι ας ήξερες πως πλέον κοιμάται με άλλον. Δεν το άνοιξε εγώ όμως το είδα. Την είχε πάρει ήδη ο ύπνος και δε θ’ άφηνα τίποτα να την ξυπνήσει. Πάλεψα πολύ για να μη με φοβάται, πάλεψα πολύ για να κοιμάται ήσυχη χωρίς να την τινάζουν οι εφιάλτες κι οι ανασφάλειες που της φόρτωσες. Όχι, δε θα ξυπνούσε τώρα, θα το έβλεπε το πρωί κι ας μπήκα στον πειρασμό να το σβήσω.
Θα το δει όταν ξυπνήσει γιατί δε μου επιτρέπεται να μην της αφήσω την επιλογή. Θα το ανοίξει και θα νιώσει το τσίμπημα που αρμόζει σε ένα τέτοιο μήνυμα, θα πάρει και το αίμα της πίσω για όλη την αδιαφορία που την τάισες όσο η αναμονή της για μια πιθανή επιστροφή σου δε σου κέντριζε το ενδιαφέρον. Τότε που για κάποιο λόγο που τώρα δε θυμάσαι, το κορίτσι μου σου έμοιαζε μακρινή ανάμνηση.
Θα την αφήσω να το δει επειδή ξέρω πως –είτε μου το πει είτε όχι– μετά την ανάγνωση της θλιβερής αυτής γραμμής σου θα χωθεί στην αγκαλιά μου και το βράδυ θα την ξαναπάρει ο ύπνος όσο γαλήνια της αξίζει.
Θα σε αφήσω να κάνεις το κομμάτι σου γιατί σου χρωστάω χάρη και δεν έχω άλλο τρόπο να σου το ξεπληρώσω· σου χρωστάω χάρη που την άφησες, καθώς αυτό το κορίτσι έκανε τη ζωή μου ομορφότερη, όσο κι αν με παίδεψε μέχρι να της μαντάρω τις πληγές. Άξιζε όλη την προσπάθεια του κόσμου και σε αυτό συμφωνούμε πλέον νομίζω, έτσι δεν είναι;
Μη με προκαλέσεις παραπάνω όμως, σε παρακαλώ. Κάθισε ήσυχος στην επιλογή σου, στα ξενύχτια σου και τα κατορθώματα που τόσο καιρό της μόστραρες χωρίς να σε νοιάζει πόσο την πόναγες και μη συνεχίσεις με τις μεγαλοψυχίες.
Αν ήθελες όντως να είναι καλά, ας στεκόσουν στο πλάι της όπως της άξιζε κι ας την πρόσεχες εσύ. Να κρατούσες το χέρι της και να το πάλευες μέχρι τέλους, έστω μέχρι εκεί που άντεχες. Να την έσφιγγες, ν’ ανεχόσουν τις παραξενιές της, να την ένιωθες αντί να την κατηγορείς για κάθε αντίδρασή της που δεν καταλάβαινες επειδή ήσουν ανίκανος να κατανοήσεις πόσο το πάλεψε για να μη σε χάσει.
«Να προσέχεις» της έγραψες κι εγώ το κοιτάζω και γελάω με την αφέλειά σου.
Άραξε φίλε μου και μην ανησυχείς· τώρα την προσέχω εγώ.