Κάποτε πίστευα πως το ρητό «η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς» δεν ίσχυε για εμένα. Ήμουν υπερβολικά ήσυχη, χωρίς να θέλω να προκαλώ φασαρίες και σχόλια γύρω από το όνομα μου, χωμένη μέσα στα βιβλία και στις σκέψεις μου, με ελάχιστους φίλους δίπλα μου. Συμπεριφερόμουν κάπως, σαν να ζούσα σε έναν άλλον κόσμο. Σύχναζα στους κινηματογράφους, στις βιβλιοθήκες, στη σχολή και σε εκείνα τα χωμένα, hipster γωνιακά καφέ της Αθήνας που τόσο λάτρευα. Μέσα στην φαινομενική αφάνειά μου ήλπιζα πως θα έβρισκα τον έρωτα της ζωής μου σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο, την ώρα που θα διάβαζε το αγαπημένο απόσπασμα από κάποιο ποίημα του Ελύτη.
Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, στις οκτώ το πρωί, στη στάση του λεωφορείου για τον ίδιο προορισμό μέχρι τη δωδέκατη στάση, ήσουν εκεί, με ένα τσιγάρο στα χείλη και ακουστικά στα αφτιά κι εγώ στεκόμουν λίγο πιο δίπλα σου, με ένα βιβλίο, απορροφημένη κάθε μέρα και σε διαφορετική ιστορία. Σε αγνόησα στην αρχή, σκέφτηκα πως δεν ταιριάζουμε, αλλά μια μέρα με ρώτησες το όνομά μου. Τι πιο φυσικό από αυτό; Σου απάντησα και συνεχίσαμε να μιλάμε για αρκετές εβδομάδες. Μέχρι τότε όμως δε μου είχες προτείνει ποτέ να βγούμε για καφέ και παρ’ όλο που διέκρινα την εκ διαμέτρου αντίθετη ιδιοσυγκρασία μας, μια αόρατη δύναμη με τραβούσε προς εσένα.
Εξαφανίστηκες μετά από λίγο και οι Τετάρτες και οι Παρασκευές δεν ήταν πλέον τόσο ωραίες. Το θεώρησα όμως φυσιολογικό και συνηθισμένο, εξάλλου θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Θύμωσα μερικές φορές με τον εαυτό μου που δε σου ζήτησα το κινητό σου. Καλύτερα έτσι. Συνεχίστηκε η ζωή μου για μερικούς μήνες που αργότερα έγιναν χρόνος. Σε είχα ξεχάσει; Προφανώς και όχι! Έπρεπε να προχωρήσω, αλλά κάτι μέσα μου με σταματούσε συνεχώς από αυτή τη λυτρωτική σκέψη. Ήταν τελευταία εβδομάδα πριν το καλοκαίρι, έδινα το τελευταίο μάθημα -το οποίο και πέρασα με επιτυχία-, αλλά για κάποιο λόγο όλα είχαν γίνει αργοπορημένα εκείνη τη μέρα. Ο καθηγητής άργησε και εξαιτίας του και η εξέταση, το λεωφορείο έπαθε βλάβη και σταμάτησε για καμιά ώρα και έτσι έφτασα απόγευμα στη στάση που σε είχα γνωρίσει. Στεκόσουν εκεί, περιμένοντας το λεωφορείο που μόλις με είχε αφήσει, κοιτάζοντάς με στα μάτια με ένα μικρό μειδίαμα. Ο οδηγός δε σε περίμενε και έφυγε δίχως εσένα, αλλά εσύ αντί να νευριάσεις, είπες με αγανάκτηση «Επιτέλους!» και χαμογελάσαμε κι οι δυο γιατί ξέραμε.
Κανείς λοιπόν δεν ξεφεύγει από το πεπρωμένο του και παρ’ όλο που δεν πίστευα στις αδερφές – ψυχές, εσύ μου απέδειξες (και υπέδειξες) τα λάθη μου και με ‘κανες να νιώθω σαν να μην υπήρχαν. Σε ερωτεύτηκα στην αρχή σαν μια ιδέα, γιατί ήσουν κάτι διαφορετικό από μένα και παράλληλα κάτι ξεχωριστό. Δεν ταιριάζαμε σε τίποτα κι όμως ταιριάξαμε στο πιο σημαντικό: στα αισθήματά μας. Σε ερωτεύτηκα έπειτα σαν ύπαρξη, γιατί θύμιζες έναν επαναστάτη Πίτερ Παν που με οδηγούσε κάθε φορά στη Χώρα της αλήθειας και όλα έγιναν μοιραία και τυχαία. Σαν να προοριζόσουν για μένα κι εγώ για εσένα κι αυτό που έμενε ήταν μονάχα να κοιτάξουμε για μια στιγμή ο ένας τα μάτια του άλλου.
Η αγάπη μοιάζει με δύο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού. Ντινγκ. Λάμψη. Θρύψαλα. Ίσως έπρεπε να σε είχα ρωτήσει νωρίτερα τι άκουγες όλες εκείνες τις ημέρες, αλλά πίστευα πως ήμασταν τόσο διαφορετικοί. Δεν ήξερα ότι άκουγες ηχογραφημένη ποίηση. Σε βρήκα και με βρήκες! Κι αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο.