Γράφει η Ανθή.
Κι έφυγα. Μάζεψα σε μια βαλίτσα δυο-τρία ρούχα, αναμνήσεις και χαρακιές και σαν κλέφτης μες στη νύχτα έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Το πρωί με βρήκε σε ένα αεροπλάνο να κοιμάμαι πλάι σ’ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Κι όταν έκλεισα τα μάτια μου ονειρεύτηκα πόλεμο. Σαν το υποσυνείδητό μου να φωνάζει το μπάχαλο μέσα μου.
Φτάσαμε κι ανυπομονούσα να βγω έξω να αναπνεύσω διαφορετικό αέρα, να μπλεχτώ μες στο πλήθος, εκεί που θα ΄μαι απλώς μια άγνωστη. Μια ψυχή ανάμεσα σε πόσες χιλιάδες που προσπερνούν η μια την άλλη. Γιατί όταν η ζωή πίσω μας έστω και προσωρινά μας κόβει τον αέρα απ’ τα πνευμόνια, η φυγή μας απλώνει το χέρι. Κι ας ξέρω πως στην πόλη που άφησα πίσω μου, έμεινε κι ζωή που μου έδινε χαρά τα τελευταία μου 30 χρόνια.
Δεν πέρασε πολλή ώρα που η σκέψη μου ταξίδευε πάλι σε ό,τι έμεινε πίσω. Στους γονείς μου που γερνάνε και μ’ έχουν πια ανάγκη δίπλα τους, όπως κι εκείνοι όλα αυτά τα χρόνια ήταν στο πλευρό μου δίνοντάς μου φτερά. Κι αυτή η ρίζα με κρατά πιο σφιχτά από όλες τις άλλες. Γιατί στη φυγή μου έκλεισαν όλα τα «σ’ αγαπώ, να προσέχεις» σ’ αυτή τη δικιά τους αγκαλιά, που όμοιά της δεν είναι καμία άλλη.
Περισσότερο πόνεσαν όλα τα ξεριζώματα που μου ‘φερε ο χρόνος. Για ό,τι καλό είχα στη ζωή μου και μου το πήρε. Τον μίσησα τον χρόνο γιατί όλοι τον είχαν για γιατρό. Αστείο. Τραγικό αστείο. Γιατί ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εκτελεστής που υπάρχει. Παραμονεύει σε κάτι σκοτεινά στενά τα βράδια και παρακολουθεί τη ζωή μας. Και σε μια μικρή στιγμούλα που δεν έχουμε το νου μας, που χαρήκαμε λίγο παρά πάνω, εκτελεί.
Αν το μυαλό είναι ακόμα κολλημένο στο πριν, στο παρελθόν που αφήσαμε πίσω, το κορμί απλά γεμίζει δωμάτια και τζάμπα πιάνει χώρο. Γιατί αν ο οδηγός του, το μυαλό μας, το γυρίζει αλλού ξανά και ξανά, τότε καμιά φυγή δε βοηθά. Κι ας φτάσουμε και στην άλλη άκρη της γης.
Πουθενά δε θα βρούμε γωνιά για να κρυφτούμε απ’ το σαράκι της πίκρας που μας έβαλε τη βαλίτσα στο χέρι. Κι οι σκέψεις, αυτές οι μικρές πόρνες που μας προδίδουν ξανά και ξανά γελάνε υστερικά και μόνο στην ιδέα πως θα ξεφεύγαμε.
Φτάνει μια στιγμή στη ζωή μας που η πορεία της μας οδηγεί σε κάτι τεράστιους μονόδρομους. Ευθεία συνεχώς κι όσο κι αν σκαλίζουμε με τα γυμνά μας χέρια αυτούς τους πελώριους τοίχους, μόνο να τα ματώσουμε καταφέρνουμε. Ανθρώπινα χέρια τα χτίσανε αυτά τα τείχη και δεν μπορεί, κάπου θα σταματά αυτός ο μονόδρομος.
Δεν ξεχνάμε ποτέ αυτές τις φυγές, που κάναμε σαν κλέφτες, κυνηγημένοι και σχεδόν ντροπιασμένοι μες στη νύχτα. Μα ξέρω πως καμιά φορά, ίσως, τα πόδια μας, σχεδόν μηχανικά, μας πάνε κάπου που θα νιώσουμε απλά λίγη ασφάλεια για να πάρουμε δύναμη να συνεχίσουμε. Κι αυτές οι φυγές, κρύβουν πάντα επιστροφές.