Γράφει η Τζένη.
Όλη μέρα αυτό είναι εκεί. Ανοιχτό. Παρά τον πόνο που μου έχει προκαλέσει η απουσία σου, βγαίνω. Βγαίνω πολύ. Και ενώ το λογικό θα ήταν ο κόσμος να με ρουφάει από τις σκέψεις μου, ο γαμημένος με χώνει ακόμα πιο πολύ μέσα σε αυτές. Κι έρχονται κάθε τόσο εκείνες οι στιγμές που πνίγομαι. Που νιώθω πως δεν έχω άλλο αέρα. Τους παρατάω λοιπόν και φεύγω. Μασάω ένα γρήγορο «γεια» και κανείς δε ρωτάει το γιατί. Όλοι ξέρουν άλλωστε. Μου στάθηκαν τα ρεμάλια, δεν έχω παράπονο. Αυτές, είναι οι άτακτες αποχωρήσεις μου.
Κάτσε τώρα να σου πω και για τη μία, την τακτική. Όπως σου έλεγα, όλη μέρα αυτό είναι εκεί, ανοιχτό.
Με το που το ρολόι μου δείξει ένα τέταρτο πριν τις 12, φτάνει πάντα η στιγμή της επαναλαμβανόμενης φυγής μου. Γυρνάω σπίτι, πετάω τα κλειδιά και το δυναμώνω. Βαδίζω αργά προς το κρεβάτι μου και ξαπλώνω απ’ τη μέσα πλευρά, όπως ακριβώς έκανα και στο δικό σου. Δεν έχω δίπλα μου τίποτα πια. Όμως, επιμένω να τοποθετώ τα χέρια μου σαν να είσαι εκεί.
Το μαξιλάρι έχει πάρει τη μορφή σου και νομίζω που και που κλέβει και κάτι απ’ το άρωμά σου.Το ίδιο κάθε μέρα. Και σε αυτό το ίδιο σημείο, νιώθω σαν να μην έφυγες ποτέ. Στο ραδιόφωνο, ο τύπος λέει: Η ώρα είναι 12. Κι εγώ, που συνεχώς μου έτρωγες τα αυτιά πως δεν προσέχω τις μικρές μας λεπτομέρειες, θα σου αφηγηθώ μία ιστορία.
Ήμασταν, που λες, αγκαλιά. Πριν λίγο είχαμε κάνει έρωτα και τώρα σε πονούσε το στομάχι σου. Εσύ αναρωτιόσουν με φόβο το γιατί, κι εγώ σε κορόιδευα, αφού μόλις πριν δύο ώρες είχαμε καταβροχθίσει τρεις πίτσες. Σε κρατούσα σφιχτά, ακουμπούσα την κοιλιά σου και φανταζόμουν ότι είναι αδύνατον να μην περάσει μέσα απ’ το χέρι μου όλη η αγάπη που ένιωθα για σένα εκείνη τη στιγμή. Η λαχτάρα μου να μην πονάς μ’ έκανε να πιστεύω πως μ’ έναν τρόπο μαγικό θα ρύθμιζα κάπως το κεντρικό σου νευρικό σύστημα μέσω της αφής και θα σταματούσα επιτέλους το μαρτύριό σου.
Ηλίθιο ακούγεται, και είναι, μα ήταν και το μόνο που είχα για να σου προσφέρω. Σου έλεγα πως ξέρω τάχα τι κάνω. Ότι κάπου είχα διαβάσει ποιες κινήσεις ηρεμούν τον πόνο κι ανάθεμα με κι αν ήξερα αν σου κάνω καλό ή κακό με την τόση πίεση στο δέρμα σου. Μου έλεγες ότι σε ηρεμεί, και ποτέ δε θα μάθω αν το εννοούσες ή αν το έλεγες για να μην ανησυχώ.
Είχαμε αφήσει το ραδιόφωνο ανοιχτό να παίζει, και τότε ξαφνικά ο τύπος είπε: Η ώρα, είναι 12. Είχες ηρεμήσει, γέμιζα ανάσες απ’ τα μαλλιά σου και κόντευε να με πάρει ο ύπνος στα χέρια σου. Η φωνή του μας έκανε και τους δυο να πεταχτούμε.Του ψιθύρισα. «Δε μας γαμάς κι εσύ μωρέ;». Όπως πάντα γέλασες με τη συνήθειά μου να βρίζω τα πάντα. Ακόμα και τα ραδιόφωνα.
Ξέρεις ποιο είναι το αστείο; Τότε, είχα όντως νεύρα με τον κούκο που με τόσο σοβαρή φωνή μας υποδείκνυε ποιο μισάωρο διανύουμε. Τώρα, κάθε βράδυ, τον ευγνωμονώ. Γιατί ανάμεσα σ’ όλες εκείνες τις ώρες που υποφέρω μακριά σου, μου χάρισε, εν αγνοία μου, ένα δευτερόλεπτο για να ησυχάζω. Για ένα δευτερόλεπτο είσαι εκεί. Σε βλέπω, σε αγγίζω, σε ακούω, σε μυρίζω, σε ζω για λίγο ξανά. Κι αυτό μου αρκεί, για να παλέψω τα χιλιάδες δευτερόλεπτα που απομένουν μέχρι να επιστρέψω τη σωστή στιγμή και να το ακούσω ξανά.
Δεν το λέω στους άλλους, μην ανησυχείς. Κι εγώ θα ξεφτίλιζα στο δούλεμα όποιον μου έλεγε κάτι παρόμοιο. Σε σένα τα είπα μόνο. Μπας και τύχει και τις διαβάσεις τις ρημάδες τις γραμμές και ‘ρθεις ξανά με τρεις πίτσες έξω απ’ την πόρτα μου, να ακούσουμε τον τύπο σήμερα μαζί.